παραμένω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραμένω
παραμενῶ
παρέμεινα
παραμεμένηκα
형태분석:
παρα
(접두사)
+
μέν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 머무르다, 기다리다, 묵다
- 뒤에 남다, 머무르다
- 살아남다, 살아오다
- 견디다, 참다, 인내하다
- I stay near, stand beside
- I stand my ground, stand fast
- I stay behind
- I survive
- (of things) I endure, last
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τοῖσ τοιούτοισ δὲ καὶ μέχρι πλείονοσ ἐν αὐτῇ φαίνεται παραμένον τὸ βάροσ, ὡσ ἂν καὶ βραδύτερον πέττουσι. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 47)
(갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 47)
- εἰσ τόδε χρόνου γίνεται καὶ ἐν ἄλλοισ τισὶ τῶν ἑσπερίων ἐθνῶν ἀνδροφόνουσ, Ἡρακλέα δὲ παῦσαι τὸν νόμον τῆσ θυσίασ βουληθέντα τόν τε βωμὸν ἱδρύσασθαι τὸν ἐπὶ τῷ Σατουρνίῳ καὶ κατάρξασθαι θυμάτων ἁγνῶν ἐπὶ καθαρῷ πυρὶ ἁγιζομένων, ἵνα δὲ μηδὲν εἰή τοῖσ ἀνθρώποισ ἐνθύμιον, ὡσ πατρίων ἠλογηκόσι θυσιῶν, διδάξαι τοὺσ ἐπιχωρίουσ ἀπομειλιττομένουσ τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν ἀντὶ τῶν ἀνθρώπων, οὓσ συμποδίζοντεσ καὶ τῶν χειρῶν ἀκρατεῖσ ποιοῦντεσ ἐρρίπτουν εἰσ τὸ τοῦ Τεβέριοσ ῥεῖθρον, εἴδωλα ποιοῦντασ ἀνδρείκελα κεκοσμημένα τὸν αὐτὸν ἐκείνοισ τρόπον ἐμβαλεῖν εἰσ τὸν ποταμόν, ἵνα δὴ τὸ τῆσ ὀττείασ ὅ τι δή ποτε ἦν ἐν ταῖσ ἁπάντων ψυχαῖσ παραμένον ἐξαιρεθῇ τῶν εἰκόνων τοῦ παλαιοῦ πάθουσ ἔτι σωζομένων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 38 4:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 38 4:1)
- τὸ δὲ μὴν θύειν ἀνθρώπουσ ἀλλήλουσ ἔτι καὶ νῦν παραμένον ὁρῶμεν πολλοῖσ· (Plato, Laws, book 6 215:1)
(플라톤, Laws, book 6 215:1)
- οἱ δὲ ὁπότε αἴσθοιντο οἱ τραυματίαι τὴν ἰσχὺν σφᾶσ ὑπολείπουσαν καὶ τὸ πνεῦμα οὐ παραμένον, διεκελεύοντο τοῖσ ἀτρῶσι μὴ χείρονασ ἢ αὐτοὶ γίνεσθαι μηδὲ ἐσ ἀνωφελὲσ τῇ πατρίδι καὶ τὴν ἐκείνων τελευτὴν καταστῆσαι. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 8 8:2)
(파우사니아스, Description of Greece, , chapter 8 8:2)
유의어
-
I stay near
-
머무르다
-
뒤에 남다
-
살아남다
-
견디다
파생어
- ἀναμένω (기다리다, 머무르다, 남다)
- διαμένω (계속하다, 유지하다, 계속되다)
- ἐμμένω (거주하다, 매달리다, 지키다)
- ἐπαναμένω (기다리다, 예상하다, 대기하다)
- ἐπιμένω (기다리다, 머무르다, 묵다)
- καταμένω (머무르다, 남다, 묵다)
- μένω (머무르다, 남다, 묵다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- προσμένω (매달리다, 기다리다, 예상하다)
- συμμένω (계속하다, 가지다, 유지하다)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (살아남다, 살아오다, 생존하다)