헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραλείπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραλείπω παραλείψω παρέλιπα παραλέλοιπα παραλέλειμμαι

형태분석: παρα (접두사) + λείπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흐르다, ~보다 낫다, 등한시하다
  2. 생략하다, 무시하다, 빠뜨리다
  3. 무시하다, 생략하다
  4. 끊이다, 중지하다
  1. I pass over, pass by
  2. I leave out, omit
  3. I neglect
  4. I cease

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλείπω

(나는) 흐른다

παραλείπεις

(너는) 흐른다

παραλείπει

(그는) 흐른다

쌍수 παραλείπετον

(너희 둘은) 흐른다

παραλείπετον

(그 둘은) 흐른다

복수 παραλείπομεν

(우리는) 흐른다

παραλείπετε

(너희는) 흐른다

παραλείπουσιν*

(그들은) 흐른다

접속법단수 παραλείπω

(나는) 흐르자

παραλείπῃς

(너는) 흐르자

παραλείπῃ

(그는) 흐르자

쌍수 παραλείπητον

(너희 둘은) 흐르자

παραλείπητον

(그 둘은) 흐르자

복수 παραλείπωμεν

(우리는) 흐르자

παραλείπητε

(너희는) 흐르자

παραλείπωσιν*

(그들은) 흐르자

기원법단수 παραλείποιμι

(나는) 흐르기를 (바라다)

παραλείποις

(너는) 흐르기를 (바라다)

παραλείποι

(그는) 흐르기를 (바라다)

쌍수 παραλείποιτον

(너희 둘은) 흐르기를 (바라다)

παραλειποίτην

(그 둘은) 흐르기를 (바라다)

복수 παραλείποιμεν

(우리는) 흐르기를 (바라다)

παραλείποιτε

(너희는) 흐르기를 (바라다)

παραλείποιεν

(그들은) 흐르기를 (바라다)

명령법단수 παραλείπε

(너는) 흘러라

παραλειπέτω

(그는) 흘러라

쌍수 παραλείπετον

(너희 둘은) 흘러라

παραλειπέτων

(그 둘은) 흘러라

복수 παραλείπετε

(너희는) 흘러라

παραλειπόντων, παραλειπέτωσαν

(그들은) 흘러라

부정사 παραλείπειν

흐르는 것

분사 남성여성중성
παραλειπων

παραλειποντος

παραλειπουσα

παραλειπουσης

παραλειπον

παραλειποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλείπομαι

(나는) 흘러진다

παραλείπει, παραλείπῃ

(너는) 흘러진다

παραλείπεται

(그는) 흘러진다

쌍수 παραλείπεσθον

(너희 둘은) 흘러진다

παραλείπεσθον

(그 둘은) 흘러진다

복수 παραλειπόμεθα

(우리는) 흘러진다

παραλείπεσθε

(너희는) 흘러진다

παραλείπονται

(그들은) 흘러진다

접속법단수 παραλείπωμαι

(나는) 흘러지자

παραλείπῃ

(너는) 흘러지자

παραλείπηται

(그는) 흘러지자

쌍수 παραλείπησθον

(너희 둘은) 흘러지자

παραλείπησθον

(그 둘은) 흘러지자

복수 παραλειπώμεθα

(우리는) 흘러지자

παραλείπησθε

(너희는) 흘러지자

παραλείπωνται

(그들은) 흘러지자

기원법단수 παραλειποίμην

(나는) 흘러지기를 (바라다)

παραλείποιο

(너는) 흘러지기를 (바라다)

παραλείποιτο

(그는) 흘러지기를 (바라다)

쌍수 παραλείποισθον

(너희 둘은) 흘러지기를 (바라다)

παραλειποίσθην

(그 둘은) 흘러지기를 (바라다)

복수 παραλειποίμεθα

(우리는) 흘러지기를 (바라다)

παραλείποισθε

(너희는) 흘러지기를 (바라다)

παραλείποιντο

(그들은) 흘러지기를 (바라다)

명령법단수 παραλείπου

(너는) 흘러져라

παραλειπέσθω

(그는) 흘러져라

쌍수 παραλείπεσθον

(너희 둘은) 흘러져라

παραλειπέσθων

(그 둘은) 흘러져라

복수 παραλείπεσθε

(너희는) 흘러져라

παραλειπέσθων, παραλειπέσθωσαν

(그들은) 흘러져라

부정사 παραλείπεσθαι

흘러지는 것

분사 남성여성중성
παραλειπομενος

παραλειπομενου

παραλειπομενη

παραλειπομενης

παραλειπομενον

παραλειπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλείψω

(나는) 흐르겠다

παραλείψεις

(너는) 흐르겠다

παραλείψει

(그는) 흐르겠다

쌍수 παραλείψετον

(너희 둘은) 흐르겠다

παραλείψετον

(그 둘은) 흐르겠다

복수 παραλείψομεν

(우리는) 흐르겠다

παραλείψετε

(너희는) 흐르겠다

παραλείψουσιν*

(그들은) 흐르겠다

기원법단수 παραλείψοιμι

(나는) 흐르겠기를 (바라다)

παραλείψοις

(너는) 흐르겠기를 (바라다)

παραλείψοι

(그는) 흐르겠기를 (바라다)

쌍수 παραλείψοιτον

(너희 둘은) 흐르겠기를 (바라다)

παραλειψοίτην

(그 둘은) 흐르겠기를 (바라다)

복수 παραλείψοιμεν

(우리는) 흐르겠기를 (바라다)

παραλείψοιτε

(너희는) 흐르겠기를 (바라다)

παραλείψοιεν

(그들은) 흐르겠기를 (바라다)

부정사 παραλείψειν

흐를 것

분사 남성여성중성
παραλειψων

παραλειψοντος

παραλειψουσα

παραλειψουσης

παραλειψον

παραλειψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλείψομαι

(나는) 흘러지겠다

παραλείψει, παραλείψῃ

(너는) 흘러지겠다

παραλείψεται

(그는) 흘러지겠다

쌍수 παραλείψεσθον

(너희 둘은) 흘러지겠다

παραλείψεσθον

(그 둘은) 흘러지겠다

복수 παραλειψόμεθα

(우리는) 흘러지겠다

παραλείψεσθε

(너희는) 흘러지겠다

παραλείψονται

(그들은) 흘러지겠다

기원법단수 παραλειψοίμην

(나는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραλείψοιο

(너는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραλείψοιτο

(그는) 흘러지겠기를 (바라다)

쌍수 παραλείψοισθον

(너희 둘은) 흘러지겠기를 (바라다)

παραλειψοίσθην

(그 둘은) 흘러지겠기를 (바라다)

복수 παραλειψοίμεθα

(우리는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραλείψοισθε

(너희는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραλείψοιντο

(그들은) 흘러지겠기를 (바라다)

부정사 παραλείψεσθαι

흘러질 것

분사 남성여성중성
παραλειψομενος

παραλειψομενου

παραλειψομενη

παραλειψομενης

παραλειψομενον

παραλειψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέλειπον

(나는) 흐르고 있었다

παρέλειπες

(너는) 흐르고 있었다

παρέλειπεν*

(그는) 흐르고 있었다

쌍수 παρελείπετον

(너희 둘은) 흐르고 있었다

παρελειπέτην

(그 둘은) 흐르고 있었다

복수 παρελείπομεν

(우리는) 흐르고 있었다

παρελείπετε

(너희는) 흐르고 있었다

παρέλειπον

(그들은) 흐르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρελειπόμην

(나는) 흘러지고 있었다

παρελείπου

(너는) 흘러지고 있었다

παρελείπετο

(그는) 흘러지고 있었다

쌍수 παρελείπεσθον

(너희 둘은) 흘러지고 있었다

παρελειπέσθην

(그 둘은) 흘러지고 있었다

복수 παρελειπόμεθα

(우리는) 흘러지고 있었다

παρελείπεσθε

(너희는) 흘러지고 있었다

παρελείποντο

(그들은) 흘러지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρέλιπα

(나는) 흘렀다

παρέλιπας

(너는) 흘렀다

παρέλιπεν*

(그는) 흘렀다

쌍수 παρελίπατον

(너희 둘은) 흘렀다

παρελιπάτην

(그 둘은) 흘렀다

복수 παρελίπαμεν

(우리는) 흘렀다

παρελίπατε

(너희는) 흘렀다

παρέλιπαν

(그들은) 흘렀다

접속법단수 παραλίπω

(나는) 흘렀자

παραλίπῃς

(너는) 흘렀자

παραλίπῃ

(그는) 흘렀자

쌍수 παραλίπητον

(너희 둘은) 흘렀자

παραλίπητον

(그 둘은) 흘렀자

복수 παραλίπωμεν

(우리는) 흘렀자

παραλίπητε

(너희는) 흘렀자

παραλίπωσιν*

(그들은) 흘렀자

기원법단수 παραλίπαιμι

(나는) 흘렀기를 (바라다)

παραλίπαις

(너는) 흘렀기를 (바라다)

παραλίπαι

(그는) 흘렀기를 (바라다)

쌍수 παραλίπαιτον

(너희 둘은) 흘렀기를 (바라다)

παραλιπαίτην

(그 둘은) 흘렀기를 (바라다)

복수 παραλίπαιμεν

(우리는) 흘렀기를 (바라다)

παραλίπαιτε

(너희는) 흘렀기를 (바라다)

παραλίπαιεν

(그들은) 흘렀기를 (바라다)

명령법단수 παραλίπον

(너는) 흘렀어라

παραλιπάτω

(그는) 흘렀어라

쌍수 παραλίπατον

(너희 둘은) 흘렀어라

παραλιπάτων

(그 둘은) 흘렀어라

복수 παραλίπατε

(너희는) 흘렀어라

παραλιπάντων

(그들은) 흘렀어라

부정사 παραλίπαι

흘렀는 것

분사 남성여성중성
παραλιπᾱς

παραλιπαντος

παραλιπᾱσα

παραλιπᾱσης

παραλιπαν

παραλιπαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρελιπάμην

(나는) 흘러졌다

παρελίπω

(너는) 흘러졌다

παρελίπατο

(그는) 흘러졌다

쌍수 παρελίπασθον

(너희 둘은) 흘러졌다

παρελιπάσθην

(그 둘은) 흘러졌다

복수 παρελιπάμεθα

(우리는) 흘러졌다

παρελίπασθε

(너희는) 흘러졌다

παρελίπαντο

(그들은) 흘러졌다

접속법단수 παραλίπωμαι

(나는) 흘러졌자

παραλίπῃ

(너는) 흘러졌자

παραλίπηται

(그는) 흘러졌자

쌍수 παραλίπησθον

(너희 둘은) 흘러졌자

παραλίπησθον

(그 둘은) 흘러졌자

복수 παραλιπώμεθα

(우리는) 흘러졌자

παραλίπησθε

(너희는) 흘러졌자

παραλίπωνται

(그들은) 흘러졌자

기원법단수 παραλιπαίμην

(나는) 흘러졌기를 (바라다)

παραλίπαιο

(너는) 흘러졌기를 (바라다)

παραλίπαιτο

(그는) 흘러졌기를 (바라다)

쌍수 παραλίπαισθον

(너희 둘은) 흘러졌기를 (바라다)

παραλιπαίσθην

(그 둘은) 흘러졌기를 (바라다)

복수 παραλιπαίμεθα

(우리는) 흘러졌기를 (바라다)

παραλίπαισθε

(너희는) 흘러졌기를 (바라다)

παραλίπαιντο

(그들은) 흘러졌기를 (바라다)

명령법단수 παραλίπαι

(너는) 흘러졌어라

παραλιπάσθω

(그는) 흘러졌어라

쌍수 παραλίπασθον

(너희 둘은) 흘러졌어라

παραλιπάσθων

(그 둘은) 흘러졌어라

복수 παραλίπασθε

(너희는) 흘러졌어라

παραλιπάσθων

(그들은) 흘러졌어라

부정사 παραλίπεσθαι

흘러졌는 것

분사 남성여성중성
παραλιπαμενος

παραλιπαμενου

παραλιπαμενη

παραλιπαμενης

παραλιπαμενον

παραλιπαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὑτοσὶ γὰρ ὁ τρισκατάρατοσ ὁπόσα μὲν ἰδιώτησ ὢν ἔπραξε, παραλείψειν μοι δοκῶ· (Lucian, Cataplus, (no name) 26:4)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 26:4)

유의어

  1. 흐르다

  2. 생략하다

  3. 무시하다

  4. 끊이다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION