- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρολιγωρέω?

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: paroligōreō 고전 발음: [빠롤리고:레오:] 신약 발음: [빠롤리고래오]

기본형: παρολιγωρέω παρολιγωρήσω

형태분석: παρ (접두사) + ὀλιγωρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to neglect a little

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρολιγώρω

παρολιγώρεις

παρολιγώρει

쌍수 παρολιγώρειτον

παρολιγώρειτον

복수 παρολιγώρουμεν

παρολιγώρειτε

παρολιγώρουσι(ν)

접속법단수 παρολιγώρω

παρολιγώρῃς

παρολιγώρῃ

쌍수 παρολιγώρητον

παρολιγώρητον

복수 παρολιγώρωμεν

παρολιγώρητε

παρολιγώρωσι(ν)

기원법단수 παρολιγώροιμι

παρολιγώροις

παρολιγώροι

쌍수 παρολιγώροιτον

παρολιγωροίτην

복수 παρολιγώροιμεν

παρολιγώροιτε

παρολιγώροιεν

명령법단수 παρολιγῶρει

παρολιγωρεῖτω

쌍수 παρολιγώρειτον

παρολιγωρεῖτων

복수 παρολιγώρειτε

παρολιγωροῦντων, παρολιγωρεῖτωσαν

부정사 παρολιγώρειν

분사 남성여성중성
παρολιγωρων

παρολιγωρουντος

παρολιγωρουσα

παρολιγωρουσης

παρολιγωρουν

παρολιγωρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρολιγώρουμαι

παρολιγώρει, παρολιγώρῃ

παρολιγώρειται

쌍수 παρολιγώρεισθον

παρολιγώρεισθον

복수 παρολιγωροῦμεθα

παρολιγώρεισθε

παρολιγώρουνται

접속법단수 παρολιγώρωμαι

παρολιγώρῃ

παρολιγώρηται

쌍수 παρολιγώρησθον

παρολιγώρησθον

복수 παρολιγωρώμεθα

παρολιγώρησθε

παρολιγώρωνται

기원법단수 παρολιγωροίμην

παρολιγώροιο

παρολιγώροιτο

쌍수 παρολιγώροισθον

παρολιγωροίσθην

복수 παρολιγωροίμεθα

παρολιγώροισθε

παρολιγώροιντο

명령법단수 παρολιγώρου

παρολιγωρεῖσθω

쌍수 παρολιγώρεισθον

παρολιγωρεῖσθων

복수 παρολιγώρεισθε

παρολιγωρεῖσθων, παρολιγωρεῖσθωσαν

부정사 παρολιγώρεισθαι

분사 남성여성중성
παρολιγωρουμενος

παρολιγωρουμενου

παρολιγωρουμενη

παρολιγωρουμενης

παρολιγωρουμενον

παρολιγωρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ γάρ, ἧς πάντες εὐχόμεθα τοῖς θεοῖς τυχεῖν, καὶ πᾶν ὑπομένομεν ἱμείροντες αὐτῆς μετασχεῖν, καὶ μόνον τοῦτο τῶν νομιζομένων ἀγαθῶν ἀναμφισβήτητόν ἐστι παρ ἀνθρώποις, λέγω δὴ τὴν εἰρήνην, ταύτην δυνάμενοί τινες μετὰ τοῦ δικαίου καὶ καθήκοντος παρὰ τῶν Ἑλλήνων εἰς πάντα τὸν χρόνον ἀδήριτον κτᾶσθαι παρολιγωροῦσιν ἢ προυργιαίτερόν τι ποιοῦνται τούτου, πῶς οὐκ ἂν ὁμολογουμένως ἀγνοεῖν δόξαιεν· (Polybius, Histories, book 4, chapter 74 3:1)

    (폴리비오스, Histories, book 4, chapter 74 3:1)

유의어

  1. to neglect a little

파생어

  • ὀλιγωρέω (to esteem little or lightly, make small account of, to take no heed)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION