ἐπισκήπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπισκήπτω
ἐπισκήψω
형태분석:
ἐπι
(접두사)
+
σκήπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 내리누르다, 만나다, 일어나다
- 명하다, 명령하다, 지시하다, 매기다
- to make to lean upon, make to fall upon, impose on
- to fall upon, came to
- to lay it upon, to enjoin, lay a strict charge upon
- to denounce, to be denounced as guilty of
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὁ δὲ κομισθεὶσ εἰσ Ὀρχομενὸν ἡμιθνὴσ ἐπισκήπτει τελευτῶν Ἐργίνῳ τῷ παιδὶ ἐκδικῆσαι τὸν θάνατον αὐτοῦ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 4 11:4)
(아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 4 11:4)
- ἐπισκήπτει μὲν γὰρ αὐτῷ, προειπὼν ὅτι οὐδὲ ἐκεῖνοσ ἀπέχει μακρὰν τῆσ τοῦ βίου τελευτῆσ, εἴ πωσ εἰή δυνατόν, προδιοικήσασθαι, ὅπωσ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὥσπερ καὶ ἐτράφησαν καὶ ἐβίωσαν ἐν τῷ αὐτῷ, οὕτω καὶ τελευτησάντων αὐτῶν τὰ ὀστᾶ ἐν τῇ αὐτῇ σορῷ κείσεται· (Aeschines, Speeches, , section 1462)
(아이스키네스, 연설, , section 1462)
- Φασὶ δ’ αὐτὸν ἐρωτηθέντα ὑπὸ τῶν μαθητῶν εἴ τι ἐπισκήπτει, εἰπεῖν, "ἐπισκήπτειν μὲν ἔχειν οὐδέν, πλὴν ὅτι πολλὰ τῶν ἡδέων ὁ βίοσ διὰ τὴν δόξαν καταλαζονεύεται. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. b'. QEOFRASTOS 5:7)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. b'. QEOFRASTOS 5:7)
- φασὶ δὲ καὶ πρὸ ἑπτὰ ἐτῶν αὐτοῦ τελευτῆσαι πεντηκοστὸν τρίτον ἔτοσ ἄγοντα, καὶ αὐτὸσ Ἐπίκουροσ ἐν ταῖσ προειρημέναισ διαθήκαισ, ὡσ προαπεληλυθότοσ αὐτοῦ δηλονότι, ἐπισκήπτει περὶ τῆσ ἐπιμελείασ αὐτοῦ τῶν παίδων. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 23:4)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 23:4)
유의어
-
to make to lean upon
-
내리누르다
- προσπίπτω (내리누르다, 만나다)
- ἐπεισπίπτω (내리누르다, 만나다)
- προσπίτνω (내리누르다, 만나다)
- ἐμπίπτω (내리누르다, 만나다)
- προσπίτνω (내리누르다, 만나다)
- ἐμβάλλω (내리누르다, 만나다)
- ἐγκαταπίπτω (to fall in or upon)
- εἰσδύνω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐπινήχομαι (to swim upon, came up)
- συνεμπίπτω (to fall in or upon together)
- ἐπιπίπτω (to fall upon or over)
- ἐπικαταρρέω (to fall down upon)
- ἐμπίπτω (to fall in or upon or into)
- ἐπιβάλλω (to fall upon or against)
- ἐπικύρω (우연히 마주치다, 우연히 만나다)
- ἐμπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- εἰσπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- περιπίπτω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- ἐπεισπίπτω (to fall in upon, to burst in)
-
to denounce
파생어
- ἀποσκήπτω (던지다, 안으로 던지다, 휘두르다)
- ἐγκατασκήπτω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- ἐνσκήπτω (던지다, 휘두르다, 안으로 던지다)
- κατασκήπτω (to rush down or fall upon, to fall on, to storm or importune)
- παρασκήπτω (to fall beside)
- σκήπτω (머무르다, 남다, 묵다)