헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιφέρω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιφέρω

형태분석: ἐπι (접두사) + φέρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 수여하다, 두다, 놓다, 제공하다
  1. I bestow, put, lay upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιφέρω

(나는) 수여한다

ἐπιφέρεις

(너는) 수여한다

ἐπιφέρει

(그는) 수여한다

쌍수 ἐπιφέρετον

(너희 둘은) 수여한다

ἐπιφέρετον

(그 둘은) 수여한다

복수 ἐπιφέρομεν

(우리는) 수여한다

ἐπιφέρετε

(너희는) 수여한다

ἐπιφέρουσιν*

(그들은) 수여한다

접속법단수 ἐπιφέρω

(나는) 수여하자

ἐπιφέρῃς

(너는) 수여하자

ἐπιφέρῃ

(그는) 수여하자

쌍수 ἐπιφέρητον

(너희 둘은) 수여하자

ἐπιφέρητον

(그 둘은) 수여하자

복수 ἐπιφέρωμεν

(우리는) 수여하자

ἐπιφέρητε

(너희는) 수여하자

ἐπιφέρωσιν*

(그들은) 수여하자

기원법단수 ἐπιφέροιμι

(나는) 수여하기를 (바라다)

ἐπιφέροις

(너는) 수여하기를 (바라다)

ἐπιφέροι

(그는) 수여하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιφέροιτον

(너희 둘은) 수여하기를 (바라다)

ἐπιφεροίτην

(그 둘은) 수여하기를 (바라다)

복수 ἐπιφέροιμεν

(우리는) 수여하기를 (바라다)

ἐπιφέροιτε

(너희는) 수여하기를 (바라다)

ἐπιφέροιεν

(그들은) 수여하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιφέρε

(너는) 수여해라

ἐπιφερέτω

(그는) 수여해라

쌍수 ἐπιφέρετον

(너희 둘은) 수여해라

ἐπιφερέτων

(그 둘은) 수여해라

복수 ἐπιφέρετε

(너희는) 수여해라

ἐπιφερόντων, ἐπιφερέτωσαν

(그들은) 수여해라

부정사 ἐπιφέρειν

수여하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιφερων

ἐπιφεροντος

ἐπιφερουσα

ἐπιφερουσης

ἐπιφερον

ἐπιφεροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιφέρομαι

(나는) 수여된다

ἐπιφέρει, ἐπιφέρῃ

(너는) 수여된다

ἐπιφέρεται

(그는) 수여된다

쌍수 ἐπιφέρεσθον

(너희 둘은) 수여된다

ἐπιφέρεσθον

(그 둘은) 수여된다

복수 ἐπιφερόμεθα

(우리는) 수여된다

ἐπιφέρεσθε

(너희는) 수여된다

ἐπιφέρονται

(그들은) 수여된다

접속법단수 ἐπιφέρωμαι

(나는) 수여되자

ἐπιφέρῃ

(너는) 수여되자

ἐπιφέρηται

(그는) 수여되자

쌍수 ἐπιφέρησθον

(너희 둘은) 수여되자

ἐπιφέρησθον

(그 둘은) 수여되자

복수 ἐπιφερώμεθα

(우리는) 수여되자

ἐπιφέρησθε

(너희는) 수여되자

ἐπιφέρωνται

(그들은) 수여되자

기원법단수 ἐπιφεροίμην

(나는) 수여되기를 (바라다)

ἐπιφέροιο

(너는) 수여되기를 (바라다)

ἐπιφέροιτο

(그는) 수여되기를 (바라다)

쌍수 ἐπιφέροισθον

(너희 둘은) 수여되기를 (바라다)

ἐπιφεροίσθην

(그 둘은) 수여되기를 (바라다)

복수 ἐπιφεροίμεθα

(우리는) 수여되기를 (바라다)

ἐπιφέροισθε

(너희는) 수여되기를 (바라다)

ἐπιφέροιντο

(그들은) 수여되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιφέρου

(너는) 수여되어라

ἐπιφερέσθω

(그는) 수여되어라

쌍수 ἐπιφέρεσθον

(너희 둘은) 수여되어라

ἐπιφερέσθων

(그 둘은) 수여되어라

복수 ἐπιφέρεσθε

(너희는) 수여되어라

ἐπιφερέσθων, ἐπιφερέσθωσαν

(그들은) 수여되어라

부정사 ἐπιφέρεσθαι

수여되는 것

분사 남성여성중성
ἐπιφερομενος

ἐπιφερομενου

ἐπιφερομενη

ἐπιφερομενης

ἐπιφερομενον

ἐπιφερομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποίσω

(나는) 수여하겠다

ἐποίσεις

(너는) 수여하겠다

ἐποίσει

(그는) 수여하겠다

쌍수 ἐποίσετον

(너희 둘은) 수여하겠다

ἐποίσετον

(그 둘은) 수여하겠다

복수 ἐποίσομεν

(우리는) 수여하겠다

ἐποίσετε

(너희는) 수여하겠다

ἐποίσουσιν*

(그들은) 수여하겠다

기원법단수 ἐποίσοιμι

(나는) 수여하겠기를 (바라다)

ἐποίσοις

(너는) 수여하겠기를 (바라다)

ἐποίσοι

(그는) 수여하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐποίσοιτον

(너희 둘은) 수여하겠기를 (바라다)

ἐποισοίτην

(그 둘은) 수여하겠기를 (바라다)

복수 ἐποίσοιμεν

(우리는) 수여하겠기를 (바라다)

ἐποίσοιτε

(너희는) 수여하겠기를 (바라다)

ἐποίσοιεν

(그들은) 수여하겠기를 (바라다)

부정사 ἐποίσειν

수여할 것

분사 남성여성중성
ἐποισων

ἐποισοντος

ἐποισουσα

ἐποισουσης

ἐποισον

ἐποισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐποίσομαι

(나는) 수여되겠다

ἐποίσει, ἐποίσῃ

(너는) 수여되겠다

ἐποίσεται

(그는) 수여되겠다

쌍수 ἐποίσεσθον

(너희 둘은) 수여되겠다

ἐποίσεσθον

(그 둘은) 수여되겠다

복수 ἐποισόμεθα

(우리는) 수여되겠다

ἐποίσεσθε

(너희는) 수여되겠다

ἐποίσονται

(그들은) 수여되겠다

기원법단수 ἐποισοίμην

(나는) 수여되겠기를 (바라다)

ἐποίσοιο

(너는) 수여되겠기를 (바라다)

ἐποίσοιτο

(그는) 수여되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐποίσοισθον

(너희 둘은) 수여되겠기를 (바라다)

ἐποισοίσθην

(그 둘은) 수여되겠기를 (바라다)

복수 ἐποισοίμεθα

(우리는) 수여되겠기를 (바라다)

ἐποίσοισθε

(너희는) 수여되겠기를 (바라다)

ἐποίσοιντο

(그들은) 수여되겠기를 (바라다)

부정사 ἐποίσεσθαι

수여될 것

분사 남성여성중성
ἐποισομενος

ἐποισομενου

ἐποισομενη

ἐποισομενης

ἐποισομενον

ἐποισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέφερον

(나는) 수여하고 있었다

ἐπέφερες

(너는) 수여하고 있었다

ἐπέφερεν*

(그는) 수여하고 있었다

쌍수 ἐπεφέρετον

(너희 둘은) 수여하고 있었다

ἐπεφερέτην

(그 둘은) 수여하고 있었다

복수 ἐπεφέρομεν

(우리는) 수여하고 있었다

ἐπεφέρετε

(너희는) 수여하고 있었다

ἐπέφερον

(그들은) 수여하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεφερόμην

(나는) 수여되고 있었다

ἐπεφέρου

(너는) 수여되고 있었다

ἐπεφέρετο

(그는) 수여되고 있었다

쌍수 ἐπεφέρεσθον

(너희 둘은) 수여되고 있었다

ἐπεφερέσθην

(그 둘은) 수여되고 있었다

복수 ἐπεφερόμεθα

(우리는) 수여되고 있었다

ἐπεφέρεσθε

(너희는) 수여되고 있었다

ἐπεφέροντο

(그들은) 수여되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπῆνεγκα

(나는) 수여했다

ἐπῆνεγκας

(너는) 수여했다

ἐπῆνεγκεν*

(그는) 수여했다

쌍수 ἐπήνεγκατον

(너희 둘은) 수여했다

ἐπηνε͂γκατην

(그 둘은) 수여했다

복수 ἐπήνεγκαμεν

(우리는) 수여했다

ἐπήνεγκατε

(너희는) 수여했다

ἐπῆνεγκαν

(그들은) 수여했다

접속법단수 ἐπενέγκω

(나는) 수여했자

ἐπενέγκῃς

(너는) 수여했자

ἐπενέγκῃ

(그는) 수여했자

쌍수 ἐπενέγκητον

(너희 둘은) 수여했자

ἐπενέγκητον

(그 둘은) 수여했자

복수 ἐπενέγκωμεν

(우리는) 수여했자

ἐπενέγκητε

(너희는) 수여했자

ἐπενέγκωσιν*

(그들은) 수여했자

기원법단수 ἐπενέγκαιμι

(나는) 수여했기를 (바라다)

ἐπενέγκαις

(너는) 수여했기를 (바라다)

ἐπενέγκαι

(그는) 수여했기를 (바라다)

쌍수 ἐπενέγκαιτον

(너희 둘은) 수여했기를 (바라다)

ἐπενεγκαίτην

(그 둘은) 수여했기를 (바라다)

복수 ἐπενέγκαιμεν

(우리는) 수여했기를 (바라다)

ἐπενέγκαιτε

(너희는) 수여했기를 (바라다)

ἐπενέγκαιεν

(그들은) 수여했기를 (바라다)

명령법단수 ἐπένεγκον

(너는) 수여했어라

ἐπενεγκάτω

(그는) 수여했어라

쌍수 ἐπενέγκατον

(너희 둘은) 수여했어라

ἐπενεγκάτων

(그 둘은) 수여했어라

복수 ἐπενέγκατε

(너희는) 수여했어라

ἐπενεγκάντων

(그들은) 수여했어라

부정사 ἐπενέγκαι

수여했는 것

분사 남성여성중성
ἐπενεγκᾱς

ἐπενεγκαντος

ἐπενεγκᾱσα

ἐπενεγκᾱσης

ἐπενεγκαν

ἐπενεγκαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπηνε͂γκαμην

(나는) 수여되었다

ἐπήνεγκω

(너는) 수여되었다

ἐπήνεγκατο

(그는) 수여되었다

쌍수 ἐπήνεγκασθον

(너희 둘은) 수여되었다

ἐπηνε͂γκασθην

(그 둘은) 수여되었다

복수 ἐπηνε͂γκαμεθα

(우리는) 수여되었다

ἐπήνεγκασθε

(너희는) 수여되었다

ἐπήνεγκαντο

(그들은) 수여되었다

접속법단수 ἐπενέγκωμαι

(나는) 수여되었자

ἐπενέγκῃ

(너는) 수여되었자

ἐπενέγκηται

(그는) 수여되었자

쌍수 ἐπενέγκησθον

(너희 둘은) 수여되었자

ἐπενέγκησθον

(그 둘은) 수여되었자

복수 ἐπενεγκώμεθα

(우리는) 수여되었자

ἐπενέγκησθε

(너희는) 수여되었자

ἐπενέγκωνται

(그들은) 수여되었자

기원법단수 ἐπενεγκαίμην

(나는) 수여되었기를 (바라다)

ἐπενέγκαιο

(너는) 수여되었기를 (바라다)

ἐπενέγκαιτο

(그는) 수여되었기를 (바라다)

쌍수 ἐπενέγκαισθον

(너희 둘은) 수여되었기를 (바라다)

ἐπενεγκαίσθην

(그 둘은) 수여되었기를 (바라다)

복수 ἐπενεγκαίμεθα

(우리는) 수여되었기를 (바라다)

ἐπενέγκαισθε

(너희는) 수여되었기를 (바라다)

ἐπενέγκαιντο

(그들은) 수여되었기를 (바라다)

명령법단수 ἐπένεγκαι

(너는) 수여되었어라

ἐπενεγκάσθω

(그는) 수여되었어라

쌍수 ἐπενέγκασθον

(너희 둘은) 수여되었어라

ἐπενεγκάσθων

(그 둘은) 수여되었어라

복수 ἐπενέγκασθε

(너희는) 수여되었어라

ἐπενεγκάσθων

(그들은) 수여되었어라

부정사 ἐπενέγκεσθαι

수여되었는 것

분사 남성여성중성
ἐπενεγκαμενος

ἐπενεγκαμενου

ἐπενεγκαμενη

ἐπενεγκαμενης

ἐπενεγκαμενον

ἐπενεγκαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἄνεμοι ὦν τρηχέεσ ἐκείνῃσι τῇσι ἡμέρῃσι ἱστάμενοι τὴν γῆν τῷ ποταμῷ ἐπιφέρουσιν ἐοῦσαν ἐσ τὰ μάλιστα μιλτώδεα, ἡ δὲ γῆ μιν αἱμώδεα τίθησιν καὶ τοῦδε τοῦ πάθεοσ οὐ τὸ αἷμα, τὸ λέγουσιν, ἀλλ’ ἡ χώρη αἰτίη. (Lucian, De Syria dea, (no name) 8:11)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 8:11)

  • ἐπιφέρουσιν, οὔτ’ ἄλλα δρῶσι περὶ αὐτὰ οἷ’ εἰκὸσ ὑπὲρ θανόντων ποιεῖν τοὺσ ἄλλουσ οὐ γὰρ μέτεστι γῆσ; (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 11 1:2)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 11 1:2)

  • τεκμήριον δ’ ἐπιφέρουσιν, ὅτι οἱ ἐννέα ἄρχοντεσ ὀμνύουσιν ἢ <μὴν> τὰ ἐπὶ Ἀκάστου ὁρ́κια ποιήσειν, ὡσ ἐπὶ τούτου τῆσ βασιλείασ παραχωρησάντων τῶν Κοδριδῶν ἀντὶ τῶν δοθεισῶν τῷ ἄρχοντι δωρεῶν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 3 3:3)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 3 3:3)

  • Λυγκεὺσ δ’ ὁ Σάμιοσ ἐν τῇ πρὸσ Διαγόραν ἐπιστολῇ συγκρίνων τὰ Ἀθήνησι γινόμενα τῶν ἐδωδίμων πρὸσ τὰ ἐν Ῥόδῳ φησὶν ’ ἔτι δὲ σεμνυνομένων παρ’ ἐκείνοισ τῶν ἀγοραίων ἄρτων, ἀρχομένου μὲν τοῦ δείπνου καὶ μεσοῦντοσ οὐθὲν λειπομένουσ ἐπιφέρουσιν ἀπειρηκότων δὲ καὶ πεπληρωμένων ἡδίστην ἐπεισάγουσι διατριβὴν τὸν διάχριστον ἐσχαρίτην καλούμενον, ὃσ οὕτω κέκραται τοῖσ μειλίγμασι καὶ τῇ μαλακότητι καὶ τοιαύτην ἐνθρυπτόμενοσ ἔχει πρὸσ τὸν γλυκὺν συναυλίαν ὥστε προσβιαζόμενοσ θαυμαστόν τι συντελεῖ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 74 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 74 2:3)

  • οἱ δ’ Ἀττικοί, καθὼσ Τρύφων φησί, τὰσ ἑνικὰσ χρήσεισ ἐπιστάμενοι διὰ τοῦ υ τὰσ πληθυντικὰσ οὐκ ἔτι ἀκολούθωσ ἐπιφέρουσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 543)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 543)

유의어

  1. 수여하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION