βαρύς
1/3군 변화 형용사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
βαρύς
βαρεῖα
βαρύ
형태분석:
βαρυ
(어간)
+
ς
(어미)
어원: poet. gen. pl. fem. barew=n for bareiw=n
뜻
- 무거운, 거추장스러운, 진한, 가혹한
- 깊은, 빈, 공허한, 진한
- 귀찮은, 괴로운, 아픈, 말썽부리는
- 건강에 나쁜, 해로운
- 잔인한, 어려운, 굳은
- 강한, 강력한, 힘센
- heavy, burdensome, oppressive
- weighty
- deep, hollow, loud (voice)
- grievous, troublesome, painful
- unwholesome
- hard, cruel
- strong, mighty
곡용 정보
1/3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἦλθον ἐξ ἐναντίασ Γαβαὰ δέκα χιλιάδεσ ἀνδρῶν ἐκλεκτῶν ἐκ παντὸσ Ἰσραὴλ καὶ παράταξισ βαρεῖα. καὶ αὐτοὶ οὐ ἔγνωσαν, ὅτι φθάνει ἐπ̓ αὐτοὺσ ἡ κακία. (Septuagint, Liber Iudicum 20:34)
(70인역 성경, 판관기 20:34)
- ὅτι ἐγενήθη σύγχυσισ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει βαρεῖα σφόδρα, ὡσ εἰσῆλθε κιβωτὸσ Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐκεῖ, καὶ οἱ ζῶντεσ καὶ οὐκ ἀποθανόντεσ ἐπλήγησαν εἰσ τὰσ ἕδρασ, καὶ ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆσ πόλεωσ εἰσ τὸν οὐρανόν. (Septuagint, Liber I Samuelis 5:12)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 5:12)
- εἶπασ. ἰδοὺ ἐπάταξα τὴν Ἰδουμαίαν καὶ ἐπαίρει σε ἡ καρδία σου ἡ βαρεῖα. νῦν κάθισον ἐν οἴκῳ σου καὶ ἱνατί συμβάλλεισ ἐν κακίᾳ καὶ πεσῇ σὺ καὶ Ἰούδασ μετὰ σοῦ̣ (Septuagint, Liber II Paralipomenon 25:19)
(70인역 성경, 역대기 하권 25:19)
- καὶ ἦν γινόμενον εἰσ ἡμέραν μίαν μόσχοσ εἷσ καὶ πρόβατα ἓξ ἐκλεκτὰ καὶ χίμαροσ ἐγίνοντό μοι καὶ ἀνὰ μέσον δέκα ἡμερῶν ἐν πᾶσιν οἶνοσ τῷ πλήθει. καὶ σὺν τούτοισ ἄρτουσ τῆσ βίασ οὐκ ἐζήτησα, ὅτι βαρεῖα ἡ δουλεία ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον. (Septuagint, Liber Nehemiae 5:18)
(70인역 성경, 느헤미야기 5:18)
- καὶ δὴ οἶδα ὅτι ἐκ χειρόσ μου ἡ ἔλεγξίσ ἐστι, καὶ ἡ χεὶρ αὐτοῦ βαρεῖα γέγονεν ἐπ̓ ἐμῷ στεναγμῷ. (Septuagint, Liber Iob 23:2)
(70인역 성경, 욥기 23:2)
- καὶ ἦλθεν εἰσ Ἱερουσαλὴμ ἐν δυνάμει βαρείᾳ σφόδρα, καὶ κάμηλοι αἴρουσαι ἡδύσματα καὶ χρυσὸν πολὺν σφόδρα καὶ λίθον τίμιον, καὶ εἰσῆλθε πρὸσ Σαλωμὼν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα ὅσα ἦν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆσ. (Septuagint, Liber I Regum 10:2)
(70인역 성경, 열왕기 상권 10:2)
- καὶ ἀπέστειλε βασιλεὺσ Ἀσσυρίων τὸν Θαρθὰν καὶ τὸν Ραφὶσ καὶ τὸν Ραψάκην ἐκ Λαχὶσ πρὸσ τὸν βασιλέα Ἐζεκίαν ἐν δυνάμει βαρείᾳ ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔστησαν ἐν τῷ ὑδραγωγῷ τῆσ κολυμβήθρασ τῆσ ἄνω, ἥ ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ ἀγροῦ τοῦ γναφέωσ. (Septuagint, Liber II Regum 18:17)
(70인역 성경, 열왕기 하권 18:17)
- ΚΑΙ βασίλισσα Σαβὰ ἤκουσε τὸ ὄνομα Σαλωμὼν καὶ ἦλθε τοῦ πειράσαι Σαλωμὼν ἐν αἰνίγμασιν εἰσ Ἱερουσαλὴμ ἐν δυνάμει βαρείᾳ σφόδρα καὶ κάμηλοι αἴρουσαι ἀρώματα εἰσ πλῆθοσ καὶ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον καὶ ἦλθε πρὸσ Σαλωμὼν καὶ ἐλάλησε πρὸσ αὐτὸν πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ ψυχῇ αὐτῆσ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 9:1)
(70인역 성경, 역대기 하권 9:1)
유의어
-
무거운
-
weighty
-
깊은
-
귀찮은
- ἀλγινόεις (괴로운, 아픈, 고통스러운)
- ἀνιαρός (귀찮은, 말썽부리는, 짜증나는)
- ἀλγεινός (괴로운, 아픈, 고통스러운)
- ἀνιαρός (괴로운, 아픈, 고통스러운)
- πονηρός (괴로운, 아픈, 힘드는)
- χαλεπός (아픈, 괴로운, 고통스러운)
- λυπρός (귀찮은, 불쾌한, 말썽부리는)
- ἀπράγμων (not troublesome or painful, without trouble)
-
잔인한
-
강한
- σθεναρός (강한, 강력한, 힘센)
- ῥωμαλέος (강한, 강력한, 힘센)
- κρατύς (강한, 강력한, 힘센)
- ἰσχυρός (힘센, 강한)
- ἀλκαῖος (강한, 강력한, 힘센)
- δυνατός (힘 있는, 강력한)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (강한, 강력한, 힘센)
- κρατερός (강한, 강력한, 힘센)
- κραταιός (강한, 강력한, 힘센)
- ὄβριμος (강한, 강력한, 힘센)
- ζαμενής (강력한, 전능한, 힘센)
- καρτερόθυμος (강한, 강력한, 힘센)
- καρτερός (강한, 강력한)
- ἐπαλκής (강한, 강력한)
- κρατερός (거친, 강한, 강력한)