헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέλεκυς

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πέλεκυς

  1. 도끼, 손도끼
  1. an axe
  2. a sacrificial axe, a battle axe, common axes
  3. a sharp blade.

예문

  • καὶ ὁ οἶκοσ ἐν τῷ οἰκοδομεῖσθαι αὐτὸν λίθοισ ἀκροτόμοισ ἀργοῖσ ᾠκοδομήθη, καὶ σφῦρα καὶ πέλεκυσ καὶ πᾶν σκεῦοσ σιδηροῦν οὐκ ἠκούσθη ἐν τῷ οἴκῳ ἐν τῷ οἰκοδομεῖσθαι αὐτόν. (Septuagint, Liber I Regum 6:11)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 6:11)

  • ὀξὺσ γὰρ ὁ πέλεκύσ ἐστι καὶ οὐκ ἀναιμωτὶ οὐδὲ κατὰ τὴν Εἰλήθυιαν μαιώσεταί σε. (Lucian, Dialogi deorum, 1:10)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 1:10)

  • Ὁ πέλεκυσ ἱκανόσ. (Lucian, Dialogi mortuorum, 18:3)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 18:3)

  • καὶ ἔτι ἤλασεν ἄγχι στάσ, πέλεκυσ δ’ ἀπέκοψε τένοντασ αὐχενίουσ, πρῶτον γὰρ δή που προσῆκεν τῷ μέλλοντι τὸν πέλεκυν ἐμβάλλειν εἰσ τοὺσ τένοντασ τοῦ ταύρου τὸ στῆναι αὐτοῦ πλησίον. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 537)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 537)

  • ἡ γὰρ ἔκπτωσισ οὐ φέρει συριγμὸν οὐδὲ χλευασμὸν οὐδὲ κλωγμόν, ἀλλὰ πολλοῖσ μὲν ἐπέβη δεινὸσ κολαστὴσ πέλεκυσ αὐχένοσ τομεύσ, ὡσ τοῖσ περὶ Παρδάλαν· (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 17 9:1)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 17 9:1)

유의어

  1. 도끼

  2. a sacrificial axe

  3. a sharp blade

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION