βαρύς
1/3군 변화 형용사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
βαρύς
βαρεῖα
βαρύ
형태분석:
βαρυ
(어간)
+
ς
(어미)
어원: poet. gen. pl. fem. barew=n for bareiw=n
뜻
- 무거운, 거추장스러운, 진한, 가혹한
- 깊은, 빈, 공허한, 진한
- 귀찮은, 괴로운, 아픈, 말썽부리는
- 건강에 나쁜, 해로운
- 잔인한, 어려운, 굳은
- 강한, 강력한, 힘센
- heavy, burdensome, oppressive
- weighty
- deep, hollow, loud (voice)
- grievous, troublesome, painful
- unwholesome
- hard, cruel
- strong, mighty
곡용 정보
1/3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- αἱ δὲ χεῖρεσ Μωυσῆ βαρεῖαι. καὶ λαβόντεσ λίθον ὑπέθηκαν ὑπ̓ αὐτόν, καὶ ἐκάθητο ἐπ̓ αὐτοῦ, καὶ Ἀαρὼν καὶ Ὢρ ἐστήριζον τὰσ χεῖρασ αὐτοῦ, ἐντεῦθεν εἷσ καὶ ἐντεῦθεν εἷσ. καὶ ἐγένοντο αἱ χεῖρεσ Μωυσῆ ἐστηριγμέναι ἕωσ δυσμῶν ἡλίου. (Septuagint, Liber Exodus 17:12)
(70인역 성경, 탈출기 17:12)
- ὁπόταν δὲ ἤδη πλανᾶται τὰ σκυλάκια, ὀρθῶσ συμβουλεύει ὅτι χρὴ γάλακτι ἀνατρέφειν αὐτά, καὶ ὅτι αἱ βαρεῖαι πλησμοναὶ τὰ τε σκέλη αὐτοῖσ διαστρέφουσιν καὶ τοῖσ σώμασιν νόσου ἐμβάλλουσιν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 31 1:1)
(아리아노스, Cynegeticus, chapter 31 1:1)
- ὅταν ἐμπλησθῶσ’ ὕδατοσ πολλοῦ κἀναγκασθῶσι φέρεσθαι, κατακρημνάμεναι πλήρεισ ὄμβρου δι’ ἀνάγκην, εἶτα βαρεῖαι εἰσ ἀλλήλασ ἐμπίπτουσαι ῥήγνυνται καὶ παταγοῦσιν. (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests24)
(아리스토파네스, Clouds, Choral, anapests24)
- "τὴν τεσσαρακοντήρη ναῦν κατεσκεύασεν ὁ Φιλοπάτωρ τὸ μῆκοσ ἔχουσαν διακοσίων ὀγδοήκοντα πηχῶν, ὀκτὼ δὲ καὶ τριάκοντα ἀπὸ παρόδου ἐπὶ πάροδον, ὕψοσ δὲ ἑώσ ἀκροστολίου τεσσαράκοντα ὀκτὼ πηχῶν, ἀπὸ δὲ τῶν πρυμνητικῶν ἀφλάστων ἐπὶ τὸ πρὸσ τῇ θαλάσσῃ μέροσ αὐτῆσ τρεῖσ πρὸσ τοῖσ πεντήκοντα πήχεισ, πηδάλια δ’ εἶχε τέτταρα τριακονταπήχη, κώπασ δὲ θρανιτικὰσ ὀκτὼ καὶ τριάκοντα πηχῶν τὰσ μεγίστασ, αἳ διὰ τὸ μόλυβδον ἔχειν ἐν τοῖσ ἐγχειριδίοισ καὶ γεγονέναι λίαν εἴσω βαρεῖαι κατὰ τὴν ζύγωσιν εὐήρεισ ὑπῆρχον ἐπὶ τῆσ χρείασ, δίπρῳροσ δ’ ἐγεγόνει καὶ δίπρυμνοσ καὶ ἔμβολα εἶχεν ἑπτά· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 372)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 372)
- "διὸ πάντασ εὐλαβουμένουσ τὴν τῶν κυρίων ἀνάτασιν φοβεῖσθαι τοῦ ζῆν ἑκόντασ ἐκβῆναι μόνον τε τὸν ἐν τῷ γήρᾳ θάνατον ἀσπασίωσ προσίεσθαι,1 πεπεισμένουσ τὴν ἀπόλυσιν τῆσ ψυχῆσ μετὰ τῆσ τῶν κυρίων γίγνεσθαι γνώμησ, τούτοισ τοῖσ δόγμασιν ἡμεῖσ πειθόμεθα ’ ὑμῖν δὲ φθόνοσ οὐδὲ εἷσ ἑλέσθαι ἕν τι τῶν τριῶν ἔχειν κακῶν, οὐ γάρ ἐπίστασθε, ὦ ταλαίπωροι, ὅτι αἱ βαρεῖαι αὗται τροφαὶ φράττουσι τὸ ἡγεμονικὸν καὶ οὐκ ἐῶσι τὴν φρόνησιν ἐν αὑτῇ εἶναι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 4531)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 4531)
유의어
-
무거운
-
weighty
-
깊은
-
귀찮은
- ἀλγινόεις (괴로운, 아픈, 고통스러운)
- ἀνιαρός (귀찮은, 말썽부리는, 짜증나는)
- ἀλγεινός (괴로운, 아픈, 고통스러운)
- ἀνιαρός (괴로운, 아픈, 고통스러운)
- πονηρός (괴로운, 아픈, 힘드는)
- χαλεπός (아픈, 괴로운, 고통스러운)
- λυπρός (귀찮은, 불쾌한, 말썽부리는)
- ἀπράγμων (not troublesome or painful, without trouble)
-
잔인한
-
강한
- σθεναρός (강한, 강력한, 힘센)
- ῥωμαλέος (강한, 강력한, 힘센)
- κρατύς (강한, 강력한, 힘센)
- ἰσχυρός (힘센, 강한)
- ἀλκαῖος (강한, 강력한, 힘센)
- δυνατός (힘 있는, 강력한)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (강한, 강력한, 힘센)
- κρατερός (강한, 강력한, 힘센)
- κραταιός (강한, 강력한, 힘센)
- ὄβριμος (강한, 강력한, 힘센)
- ζαμενής (강력한, 전능한, 힘센)
- καρτερόθυμος (강한, 강력한, 힘센)
- καρτερός (강한, 강력한)
- ἐπαλκής (강한, 강력한)
- κρατερός (거친, 강한, 강력한)