헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπείργω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπείργω

형태분석: ἀπείργ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 막다, 방해하다, 예방하다, 저해하다
  2. 막다, 차단하다, 머무르다, 제한하다, 규제하다, 피하다, 지체하게 하다
  3. 나누다, 분할하다, 분리하다, 분리시키다, 가르다
  4. 가두다, 제한하다, 국한하다
  1. to keep away from, debar from
  2. to keep from, prevent, hinder
  3. to keep back, keep off, ward off, forfend!, debars, barred or shut off from
  4. to part, divide, separate, to bound
  5. keeping
  6. to shut up, confine

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπείργω

ἀπείργεις

ἀπείργει

쌍수 ἀπείργετον

ἀπείργετον

복수 ἀπείργομεν

ἀπείργετε

ἀπείργουσιν*

접속법단수 ἀπείργω

ἀπείργῃς

ἀπείργῃ

쌍수 ἀπείργητον

ἀπείργητον

복수 ἀπείργωμεν

ἀπείργητε

ἀπείργωσιν*

기원법단수 ἀπείργοιμι

ἀπείργοις

ἀπείργοι

쌍수 ἀπείργοιτον

ἀπειργοίτην

복수 ἀπείργοιμεν

ἀπείργοιτε

ἀπείργοιεν

명령법단수 ά̓πειργε

ἀπειργέτω

쌍수 ἀπείργετον

ἀπειργέτων

복수 ἀπείργετε

ἀπειργόντων, ἀπειργέτωσαν

부정사 ἀπείργειν

분사 남성여성중성
ἀπειργων

ἀπειργοντος

ἀπειργουσα

ἀπειργουσης

ἀπειργον

ἀπειργοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπείργομαι

ἀπείργει, ἀπείργῃ

ἀπείργεται

쌍수 ἀπείργεσθον

ἀπείργεσθον

복수 ἀπειργόμεθα

ἀπείργεσθε

ἀπείργονται

접속법단수 ἀπείργωμαι

ἀπείργῃ

ἀπείργηται

쌍수 ἀπείργησθον

ἀπείργησθον

복수 ἀπειργώμεθα

ἀπείργησθε

ἀπείργωνται

기원법단수 ἀπειργοίμην

ἀπείργοιο

ἀπείργοιτο

쌍수 ἀπείργοισθον

ἀπειργοίσθην

복수 ἀπειργοίμεθα

ἀπείργοισθε

ἀπείργοιντο

명령법단수 ἀπείργου

ἀπειργέσθω

쌍수 ἀπείργεσθον

ἀπειργέσθων

복수 ἀπείργεσθε

ἀπειργέσθων, ἀπειργέσθωσαν

부정사 ἀπείργεσθαι

분사 남성여성중성
ἀπειργομενος

ἀπειργομενου

ἀπειργομενη

ἀπειργομενης

ἀπειργομενον

ἀπειργομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τί δὴ πύλαισι τὸν ἱκέτην ἀπείργεται Αἴγισθοσ, εἴπερ οἶδεν ἔνδημοσ παρών; (Aeschylus, Libation Bearers, episode 3:5)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, episode 3:5)

  • ἀπείργεται τῶν βουλομένων εἰσιέναι, νύκτωρ δὲ οὐδενὶ τῶν ἀρρένων ἐναυλίσασθαι θέμισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 67 2:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 67 2:2)

  • καὶ τῇ μὲν ὄρεσιν ἀπείργεται δασέσι καὶ ὑψηλοῖσ, τὸ πεδίον δὲ αὐτῆσ καθήκει ἔστε ἐπὶ τὴν μεγάλην τὴν ταύτῃ θάλασσαν. (Arrian, Anabasis, book 3, chapter 23 1:3)

    (아리아노스, Anabasis, book 3, chapter 23 1:3)

  • ἐν δὲ τῷ πεδίῳ τῷ Καφυῶν πεποίηται γῆσ χῶμα, δι’ οὗ ἀπείργεται τὸ ὕδωρ τὸ ἐκ τῆσ Ὀρχομενίασ μὴ εἶναι Καφυεῦσιν βλάβοσ τῇ ἐνεργῷ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 23 5:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 23 5:1)

유의어

  1. to keep away from

  2. 막다

  3. 나누다

  4. keeping

  5. 가두다

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION