헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναλαμβάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναλαμβάνω

형태분석: ἀνα (접두사) + λαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 취하다, 잡다, 가득 채우다, 빼앗다, 가정하다
  2. 취하다, 잡다
  3. 가정하다, 짐작하다, 추정하다
  4. 떠맡다, 착수하다, 참석하다, 시작하다
  5. 회복하다, 돌이키다, 대신하여 얻다, 다시 벌다
  6. 건지다, 찾아가다, 되찾다
  7. 회복시키다, 회복하다, 소생시키다, 수리하다, 되살리다
  8. 기억하다, 마음에 새기다, 마음 속에 새기다, 생각해내다
  9. 부르다, 소환하다, 잘라버리다, 확인하다, 지체하게 하다
  10. 설득시키다, 설득하다, 납득시키다
  1. to take up, take into one's hands, to take on board ship, to take with one
  2. to take up
  3. to take upon oneself, assume
  4. to take upon oneself, undertake, engage in
  5. to learn by rote
  6. to get back, regain, recover
  7. to retrieve, make good
  8. to restore, repair, to regain strength, revive
  9. to take up again, resume, to recollect
  10. to pull short up, to check, to call, back
  11. to gain quite over, win over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναλαμβάνω

(나는) 취한다

ἀναλαμβάνεις

(너는) 취한다

ἀναλαμβάνει

(그는) 취한다

쌍수 ἀναλαμβάνετον

(너희 둘은) 취한다

ἀναλαμβάνετον

(그 둘은) 취한다

복수 ἀναλαμβάνομεν

(우리는) 취한다

ἀναλαμβάνετε

(너희는) 취한다

ἀναλαμβάνουσιν*

(그들은) 취한다

접속법단수 ἀναλαμβάνω

(나는) 취하자

ἀναλαμβάνῃς

(너는) 취하자

ἀναλαμβάνῃ

(그는) 취하자

쌍수 ἀναλαμβάνητον

(너희 둘은) 취하자

ἀναλαμβάνητον

(그 둘은) 취하자

복수 ἀναλαμβάνωμεν

(우리는) 취하자

ἀναλαμβάνητε

(너희는) 취하자

ἀναλαμβάνωσιν*

(그들은) 취하자

기원법단수 ἀναλαμβάνοιμι

(나는) 취하기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοις

(너는) 취하기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοι

(그는) 취하기를 (바라다)

쌍수 ἀναλαμβάνοιτον

(너희 둘은) 취하기를 (바라다)

ἀναλαμβανοίτην

(그 둘은) 취하기를 (바라다)

복수 ἀναλαμβάνοιμεν

(우리는) 취하기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοιτε

(너희는) 취하기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοιεν

(그들은) 취하기를 (바라다)

명령법단수 ἀναλάμβανε

(너는) 취해라

ἀναλαμβανέτω

(그는) 취해라

쌍수 ἀναλαμβάνετον

(너희 둘은) 취해라

ἀναλαμβανέτων

(그 둘은) 취해라

복수 ἀναλαμβάνετε

(너희는) 취해라

ἀναλαμβανόντων, ἀναλαμβανέτωσαν

(그들은) 취해라

부정사 ἀναλαμβάνειν

취하는 것

분사 남성여성중성
ἀναλαμβανων

ἀναλαμβανοντος

ἀναλαμβανουσα

ἀναλαμβανουσης

ἀναλαμβανον

ἀναλαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναλαμβάνομαι

(나는) 취된다

ἀναλαμβάνει, ἀναλαμβάνῃ

(너는) 취된다

ἀναλαμβάνεται

(그는) 취된다

쌍수 ἀναλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 취된다

ἀναλαμβάνεσθον

(그 둘은) 취된다

복수 ἀναλαμβανόμεθα

(우리는) 취된다

ἀναλαμβάνεσθε

(너희는) 취된다

ἀναλαμβάνονται

(그들은) 취된다

접속법단수 ἀναλαμβάνωμαι

(나는) 취되자

ἀναλαμβάνῃ

(너는) 취되자

ἀναλαμβάνηται

(그는) 취되자

쌍수 ἀναλαμβάνησθον

(너희 둘은) 취되자

ἀναλαμβάνησθον

(그 둘은) 취되자

복수 ἀναλαμβανώμεθα

(우리는) 취되자

ἀναλαμβάνησθε

(너희는) 취되자

ἀναλαμβάνωνται

(그들은) 취되자

기원법단수 ἀναλαμβανοίμην

(나는) 취되기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοιο

(너는) 취되기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοιτο

(그는) 취되기를 (바라다)

쌍수 ἀναλαμβάνοισθον

(너희 둘은) 취되기를 (바라다)

ἀναλαμβανοίσθην

(그 둘은) 취되기를 (바라다)

복수 ἀναλαμβανοίμεθα

(우리는) 취되기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοισθε

(너희는) 취되기를 (바라다)

ἀναλαμβάνοιντο

(그들은) 취되기를 (바라다)

명령법단수 ἀναλαμβάνου

(너는) 취되어라

ἀναλαμβανέσθω

(그는) 취되어라

쌍수 ἀναλαμβάνεσθον

(너희 둘은) 취되어라

ἀναλαμβανέσθων

(그 둘은) 취되어라

복수 ἀναλαμβάνεσθε

(너희는) 취되어라

ἀναλαμβανέσθων, ἀναλαμβανέσθωσαν

(그들은) 취되어라

부정사 ἀναλαμβάνεσθαι

취되는 것

분사 남성여성중성
ἀναλαμβανομενος

ἀναλαμβανομενου

ἀναλαμβανομενη

ἀναλαμβανομενης

ἀναλαμβανομενον

ἀναλαμβανομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναλήψω

(나는) 취하겠다

ἀναλήψεις

(너는) 취하겠다

ἀναλήψει

(그는) 취하겠다

쌍수 ἀναλήψετον

(너희 둘은) 취하겠다

ἀναλήψετον

(그 둘은) 취하겠다

복수 ἀναλήψομεν

(우리는) 취하겠다

ἀναλήψετε

(너희는) 취하겠다

ἀναλήψουσιν*

(그들은) 취하겠다

기원법단수 ἀναλήψοιμι

(나는) 취하겠기를 (바라다)

ἀναλήψοις

(너는) 취하겠기를 (바라다)

ἀναλήψοι

(그는) 취하겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναλήψοιτον

(너희 둘은) 취하겠기를 (바라다)

ἀναληψοίτην

(그 둘은) 취하겠기를 (바라다)

복수 ἀναλήψοιμεν

(우리는) 취하겠기를 (바라다)

ἀναλήψοιτε

(너희는) 취하겠기를 (바라다)

ἀναλήψοιεν

(그들은) 취하겠기를 (바라다)

부정사 ἀναλήψειν

취할 것

분사 남성여성중성
ἀναληψων

ἀναληψοντος

ἀναληψουσα

ἀναληψουσης

ἀναληψον

ἀναληψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναλήψομαι

(나는) 취되겠다

ἀναλήψει, ἀναλήψῃ

(너는) 취되겠다

ἀναλήψεται

(그는) 취되겠다

쌍수 ἀναλήψεσθον

(너희 둘은) 취되겠다

ἀναλήψεσθον

(그 둘은) 취되겠다

복수 ἀναληψόμεθα

(우리는) 취되겠다

ἀναλήψεσθε

(너희는) 취되겠다

ἀναλήψονται

(그들은) 취되겠다

기원법단수 ἀναληψοίμην

(나는) 취되겠기를 (바라다)

ἀναλήψοιο

(너는) 취되겠기를 (바라다)

ἀναλήψοιτο

(그는) 취되겠기를 (바라다)

쌍수 ἀναλήψοισθον

(너희 둘은) 취되겠기를 (바라다)

ἀναληψοίσθην

(그 둘은) 취되겠기를 (바라다)

복수 ἀναληψοίμεθα

(우리는) 취되겠기를 (바라다)

ἀναλήψοισθε

(너희는) 취되겠기를 (바라다)

ἀναλήψοιντο

(그들은) 취되겠기를 (바라다)

부정사 ἀναλήψεσθαι

취될 것

분사 남성여성중성
ἀναληψομενος

ἀναληψομενου

ἀναληψομενη

ἀναληψομενης

ἀναληψομενον

ἀναληψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνελάμβανον

(나는) 취하고 있었다

ἀνελάμβανες

(너는) 취하고 있었다

ἀνελάμβανεν*

(그는) 취하고 있었다

쌍수 ἀνελαμβάνετον

(너희 둘은) 취하고 있었다

ἀνελαμβανέτην

(그 둘은) 취하고 있었다

복수 ἀνελαμβάνομεν

(우리는) 취하고 있었다

ἀνελαμβάνετε

(너희는) 취하고 있었다

ἀνελάμβανον

(그들은) 취하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνελαμβανόμην

(나는) 취되고 있었다

ἀνελαμβάνου

(너는) 취되고 있었다

ἀνελαμβάνετο

(그는) 취되고 있었다

쌍수 ἀνελαμβάνεσθον

(너희 둘은) 취되고 있었다

ἀνελαμβανέσθην

(그 둘은) 취되고 있었다

복수 ἀνελαμβανόμεθα

(우리는) 취되고 있었다

ἀνελαμβάνεσθε

(너희는) 취되고 있었다

ἀνελαμβάνοντο

(그들은) 취되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Εἶτα ὁ βασιλεὺσ εἰσ τὴν πόλιν ἀπαλλαγείσ, τὸν ἐπὶ τῶν προσόδων προσκαλεσάμενοσ, ἐκέλευσεν οἴνουσ τε καὶ τὰ λοιπὰ πρὸσ εὐωχίαν ἐπιτήδεια τοῖσ Ἰουδαίοισ χορηγεῖν ἐπὶ ἡμέρασ ἑπτά, κρίνασ αὐτοὺσ ἐν ᾧ τόπῳ ἔδοξαν τὸν ὄλεθρον ἀναλαμβάνειν, ἐν τούτῳ ἐν εὐφροσύνῃ πάσῃ σωτήρια ἄγειν. (Septuagint, Liber Maccabees III 6:30)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 6:30)

  • τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεόσ. ἱνατί σὺ διηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεισ τὴν διαθήκην μου διὰ στόματόσ σου̣ (Septuagint, Liber Psalmorum 49:16)

    (70인역 성경, 시편 49:16)

  • ἐν τῷ ἀναλαμβάνειν αὐτὸν στολὴν δόξησ καὶ ἐνδιδύσκεσθαι αὐτὸν συντέλειαν καυχήματοσ, ἐν ἀναβάσει θυσιαστηρίου ἁγίου ἐδόξασε περιβολὴν ἁγιάσματοσ. (Septuagint, Liber Sirach 50:11)

    (70인역 성경, Liber Sirach 50:11)

  • ἐπεὶ δὲ ἤγγελτο πυρπολῶν ὁ θεὸσ ἤδη τὴν χώραν καὶ πόλεισ αὐτάνδρουσ καταφλέγων καὶ ἀνάπτων τὰσ ὕλασ καὶ ἐν βραχεῖ πᾶσαν τὴν Ἰνδικὴν φλογὸσ ἐμπεπληκώσ ‐ ὅπλον γάρ τι Διονυσιακὸν τὸ πῦρ, πατρῷον αὐτῷ κἀκ τοῦ κεραυνοῦ ‐ ἐνταῦθα ἤδη σπουδῇ ἀνελάμβανον τὰ ὅπλα καὶ τοὺσ ἐλέφαντασ ἐπισάξαντεσ καὶ ἐγχαλινώσαντεσ καὶ τοὺσ πύργουσ ἀναθέμενοι ἐπ’ αὐτοὺσ ἀντεπεξῄεσαν, καταφρονοῦντεσ μὲν καὶ τότε, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμωσ καὶ συντρῖψαι σπεύδοντεσ αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην. (Lucian, (no name) 3:2)

    (루키아노스, (no name) 3:2)

  • οὕτω δὴ καὶ σύ, ὃν ἐξῆν μηκέτ’ ἀναλαμβάνειν εἴ ἀνάξιοσ ^ ἐδόκει τοῦ γένουσ, τοῦτον εἰ χρηστὸν ἡγησάμενοσ εἶναι πάλιν ἀνείληφασ, οὐκέτ’ ἀποκηρύττειν ἕξεισ· (Lucian, Abdicatus, (no name) 11:4)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 11:4)

  • πλὴν ὀλίγασ ταύτασ ἡμέρασ ἐφ̓ οἷσ εἶπον ὑπεξελέσθαι μοι ἔδοξε καὶ ἀναλαμβάνω τὴν ἀρχήν, ὡσ ὑπομνήσαιμι τοὺσ ἀνθρώπουσ οἱο͂σ ἦν ὁ ἐπ̓ ἐμοῦ βίοσ, ὁπότε ἄσπορα καὶ ἀνήροτα πάντα ἐφυετο αὐτοῖσ, οὐ στάχυεσ, ἀλλ̓ ἕτοιμοσ ἄρτοσ καὶ κρέα ἐσκευασμένα, καὶ ὁ οἶνοσ ἔρρει ποταμηδόν καὶ πηγαὶ μέλιτοσ καὶ γάλακτοσ· (Lucian, Saturnalia, 7:9)

    (루키아노스, Saturnalia, 7:9)

  • καὶ ἐξεπίτηδεσ πολλάκισ ἀναλαμβάνω, ἵνα μή τι διαφύγῃ ἡμᾶσ, εἴ τέ τι βούλει, προσθῇσ ἢ ἀφέλῃσ. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 664:2)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 664:2)

유의어

  1. 취하다

  2. 취하다

  3. 가정하다

  4. 떠맡다

  5. to learn by rote

  6. 회복하다

  7. 회복시키다

  8. 기억하다

  9. 부르다

  10. 설득시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION