헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατανοέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατανοέω κατανοήσω

형태분석: κατα (접두사) + νοέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 이해하다, 파악하다, 인식하다
  2. 인지하다, 알아차리다
  3. 배우다, 알게 되다
  4. 고려하다, 숙고하다
  1. to observe well, to understand
  2. to perceive
  3. to learn
  4. to consider

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανόω

(나는) 이해한다

κατανόεις

(너는) 이해한다

κατανόει

(그는) 이해한다

쌍수 κατανόειτον

(너희 둘은) 이해한다

κατανόειτον

(그 둘은) 이해한다

복수 κατανόουμεν

(우리는) 이해한다

κατανόειτε

(너희는) 이해한다

κατανόουσιν*

(그들은) 이해한다

접속법단수 κατανόω

(나는) 이해하자

κατανόῃς

(너는) 이해하자

κατανόῃ

(그는) 이해하자

쌍수 κατανόητον

(너희 둘은) 이해하자

κατανόητον

(그 둘은) 이해하자

복수 κατανόωμεν

(우리는) 이해하자

κατανόητε

(너희는) 이해하자

κατανόωσιν*

(그들은) 이해하자

기원법단수 κατανόοιμι

(나는) 이해하기를 (바라다)

κατανόοις

(너는) 이해하기를 (바라다)

κατανόοι

(그는) 이해하기를 (바라다)

쌍수 κατανόοιτον

(너희 둘은) 이해하기를 (바라다)

κατανοοίτην

(그 둘은) 이해하기를 (바라다)

복수 κατανόοιμεν

(우리는) 이해하기를 (바라다)

κατανόοιτε

(너희는) 이해하기를 (바라다)

κατανόοιεν

(그들은) 이해하기를 (바라다)

명령법단수 κατανο͂ει

(너는) 이해해라

κατανοεῖτω

(그는) 이해해라

쌍수 κατανόειτον

(너희 둘은) 이해해라

κατανοεῖτων

(그 둘은) 이해해라

복수 κατανόειτε

(너희는) 이해해라

κατανοοῦντων, κατανοεῖτωσαν

(그들은) 이해해라

부정사 κατανόειν

이해하는 것

분사 남성여성중성
κατανοων

κατανοουντος

κατανοουσα

κατανοουσης

κατανοουν

κατανοουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανόουμαι

(나는) 이해된다

κατανόει, κατανόῃ

(너는) 이해된다

κατανόειται

(그는) 이해된다

쌍수 κατανόεισθον

(너희 둘은) 이해된다

κατανόεισθον

(그 둘은) 이해된다

복수 κατανοοῦμεθα

(우리는) 이해된다

κατανόεισθε

(너희는) 이해된다

κατανόουνται

(그들은) 이해된다

접속법단수 κατανόωμαι

(나는) 이해되자

κατανόῃ

(너는) 이해되자

κατανόηται

(그는) 이해되자

쌍수 κατανόησθον

(너희 둘은) 이해되자

κατανόησθον

(그 둘은) 이해되자

복수 κατανοώμεθα

(우리는) 이해되자

κατανόησθε

(너희는) 이해되자

κατανόωνται

(그들은) 이해되자

기원법단수 κατανοοίμην

(나는) 이해되기를 (바라다)

κατανόοιο

(너는) 이해되기를 (바라다)

κατανόοιτο

(그는) 이해되기를 (바라다)

쌍수 κατανόοισθον

(너희 둘은) 이해되기를 (바라다)

κατανοοίσθην

(그 둘은) 이해되기를 (바라다)

복수 κατανοοίμεθα

(우리는) 이해되기를 (바라다)

κατανόοισθε

(너희는) 이해되기를 (바라다)

κατανόοιντο

(그들은) 이해되기를 (바라다)

명령법단수 κατανόου

(너는) 이해되어라

κατανοεῖσθω

(그는) 이해되어라

쌍수 κατανόεισθον

(너희 둘은) 이해되어라

κατανοεῖσθων

(그 둘은) 이해되어라

복수 κατανόεισθε

(너희는) 이해되어라

κατανοεῖσθων, κατανοεῖσθωσαν

(그들은) 이해되어라

부정사 κατανόεισθαι

이해되는 것

분사 남성여성중성
κατανοουμενος

κατανοουμενου

κατανοουμενη

κατανοουμενης

κατανοουμενον

κατανοουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανοήσω

(나는) 이해하겠다

κατανοήσεις

(너는) 이해하겠다

κατανοήσει

(그는) 이해하겠다

쌍수 κατανοήσετον

(너희 둘은) 이해하겠다

κατανοήσετον

(그 둘은) 이해하겠다

복수 κατανοήσομεν

(우리는) 이해하겠다

κατανοήσετε

(너희는) 이해하겠다

κατανοήσουσιν*

(그들은) 이해하겠다

기원법단수 κατανοήσοιμι

(나는) 이해하겠기를 (바라다)

κατανοήσοις

(너는) 이해하겠기를 (바라다)

κατανοήσοι

(그는) 이해하겠기를 (바라다)

쌍수 κατανοήσοιτον

(너희 둘은) 이해하겠기를 (바라다)

κατανοησοίτην

(그 둘은) 이해하겠기를 (바라다)

복수 κατανοήσοιμεν

(우리는) 이해하겠기를 (바라다)

κατανοήσοιτε

(너희는) 이해하겠기를 (바라다)

κατανοήσοιεν

(그들은) 이해하겠기를 (바라다)

부정사 κατανοήσειν

이해할 것

분사 남성여성중성
κατανοησων

κατανοησοντος

κατανοησουσα

κατανοησουσης

κατανοησον

κατανοησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανοήσομαι

(나는) 이해되겠다

κατανοήσει, κατανοήσῃ

(너는) 이해되겠다

κατανοήσεται

(그는) 이해되겠다

쌍수 κατανοήσεσθον

(너희 둘은) 이해되겠다

κατανοήσεσθον

(그 둘은) 이해되겠다

복수 κατανοησόμεθα

(우리는) 이해되겠다

κατανοήσεσθε

(너희는) 이해되겠다

κατανοήσονται

(그들은) 이해되겠다

기원법단수 κατανοησοίμην

(나는) 이해되겠기를 (바라다)

κατανοήσοιο

(너는) 이해되겠기를 (바라다)

κατανοήσοιτο

(그는) 이해되겠기를 (바라다)

쌍수 κατανοήσοισθον

(너희 둘은) 이해되겠기를 (바라다)

κατανοησοίσθην

(그 둘은) 이해되겠기를 (바라다)

복수 κατανοησοίμεθα

(우리는) 이해되겠기를 (바라다)

κατανοήσοισθε

(너희는) 이해되겠기를 (바라다)

κατανοήσοιντο

(그들은) 이해되겠기를 (바라다)

부정사 κατανοήσεσθαι

이해될 것

분사 남성여성중성
κατανοησομενος

κατανοησομενου

κατανοησομενη

κατανοησομενης

κατανοησομενον

κατανοησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατενο͂ουν

(나는) 이해하고 있었다

κατενο͂εις

(너는) 이해하고 있었다

κατενο͂ειν*

(그는) 이해하고 있었다

쌍수 κατενόειτον

(너희 둘은) 이해하고 있었다

κατενοεῖτην

(그 둘은) 이해하고 있었다

복수 κατενόουμεν

(우리는) 이해하고 있었다

κατενόειτε

(너희는) 이해하고 있었다

κατενο͂ουν

(그들은) 이해하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατενοοῦμην

(나는) 이해되고 있었다

κατενόου

(너는) 이해되고 있었다

κατενόειτο

(그는) 이해되고 있었다

쌍수 κατενόεισθον

(너희 둘은) 이해되고 있었다

κατενοεῖσθην

(그 둘은) 이해되고 있었다

복수 κατενοοῦμεθα

(우리는) 이해되고 있었다

κατενόεισθε

(너희는) 이해되고 있었다

κατενόουντο

(그들은) 이해되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βλέπεισ, ὅτι σὺ πόνον καὶ θυμὸν κατανοεῖσ τοῦ παραδοῦναι αὐτοὺσ εἰσ χεῖράσ σου. σοὶ ἐγκαταλέλειπται ὁ πτωχόσ, ὀρφανῷ σὺ ᾖσθα βοηθόσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 9:35)

    (70인역 성경, 시편 9:35)

  • κατανοεῖ ὁ ἁμαρτωλὸσ τὸν δίκαιον καὶ ζητεῖ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν, (Septuagint, Liber Psalmorum 36:32)

    (70인역 성경, 시편 36:32)

  • ὁ φυτεύσασ τὸ οὖσ οὐχὶ ἀκούει̣ ἢ ὁ πλάσασ τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεῖ̣ (Septuagint, Liber Psalmorum 93:9)

    (70인역 성경, 시편 93:9)

  • ΙΔΕΤΕ ὡσ ὁ δίκαιοσ ἀπώλετο, καὶ οὐδεὶσ ἐκδέχεται τῇ καρδίᾳ, καὶ ἄνδρεσ δίκαιοι αἴρονται, καὶ οὐδεὶσ κατανοεῖ. ἀπὸ γὰρ προσώπου ἀδικίασ ἦρται ὁ δίκαιοσ. (Septuagint, Liber Isaiae 57:1)

    (70인역 성경, 이사야서 57:1)

  • ἠρέμα οὖν καὶ κατ’ ὀλίγον, ὥσπερ ἐν ἀμυδρῷ τῷ φωτὶ τότε πρῶτον διαβλέπων, ἄρχῃ κατανοεῖν ὡσ αἱ μὲν χρυσαῖ ἐκεῖναι ἐλπίδεσ οὐδὲν ἀλλ’ ἢ φῦσαί τινεσ ἦσαν ἐπίχρυσοι, βαρεῖσ δὲ καὶ ἀληθεῖσ καὶ ἀπαραίτητοι καὶ συνεχεῖσ οἱ πόνοι. (Lucian, De mercede, (no name) 22:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 22:1)

유의어

  1. 이해하다

  2. 인지하다

  3. 배우다

  4. 고려하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION