Ancient Greek-English Dictionary Language

προκρίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προκρίνω προκρινῶ

Structure: προ (Prefix) + κρίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to choose before others, choose by preference, prefer, select, to be preferred before others, the most eminent
  2. to prefer before
  3. to judge or decide beforehand that . .

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκρίνω προκρίνεις προκρίνει
Dual προκρίνετον προκρίνετον
Plural προκρίνομεν προκρίνετε προκρίνουσιν*
SubjunctiveSingular προκρίνω προκρίνῃς προκρίνῃ
Dual προκρίνητον προκρίνητον
Plural προκρίνωμεν προκρίνητε προκρίνωσιν*
OptativeSingular προκρίνοιμι προκρίνοις προκρίνοι
Dual προκρίνοιτον προκρινοίτην
Plural προκρίνοιμεν προκρίνοιτε προκρίνοιεν
ImperativeSingular προκρίνε προκρινέτω
Dual προκρίνετον προκρινέτων
Plural προκρίνετε προκρινόντων, προκρινέτωσαν
Infinitive προκρίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προκρινων προκρινοντος προκρινουσα προκρινουσης προκρινον προκρινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προκρίνομαι προκρίνει, προκρίνῃ προκρίνεται
Dual προκρίνεσθον προκρίνεσθον
Plural προκρινόμεθα προκρίνεσθε προκρίνονται
SubjunctiveSingular προκρίνωμαι προκρίνῃ προκρίνηται
Dual προκρίνησθον προκρίνησθον
Plural προκρινώμεθα προκρίνησθε προκρίνωνται
OptativeSingular προκρινοίμην προκρίνοιο προκρίνοιτο
Dual προκρίνοισθον προκρινοίσθην
Plural προκρινοίμεθα προκρίνοισθε προκρίνοιντο
ImperativeSingular προκρίνου προκρινέσθω
Dual προκρίνεσθον προκρινέσθων
Plural προκρίνεσθε προκρινέσθων, προκρινέσθωσαν
Infinitive προκρίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προκρινομενος προκρινομενου προκρινομενη προκρινομενης προκρινομενον προκρινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to choose before others

  2. to prefer before

  3. to judge or decide beforehand that

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION