Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκρίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συγκρίνω συγκρινῶ

Structure: συγ (Prefix) + κρίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to compound
  2. to compare, to measure, estimate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρίνω συγκρίνεις συγκρίνει
Dual συγκρίνετον συγκρίνετον
Plural συγκρίνομεν συγκρίνετε συγκρίνουσιν*
SubjunctiveSingular συγκρίνω συγκρίνῃς συγκρίνῃ
Dual συγκρίνητον συγκρίνητον
Plural συγκρίνωμεν συγκρίνητε συγκρίνωσιν*
OptativeSingular συγκρίνοιμι συγκρίνοις συγκρίνοι
Dual συγκρίνοιτον συγκρινοίτην
Plural συγκρίνοιμεν συγκρίνοιτε συγκρίνοιεν
ImperativeSingular συγκρίνε συγκρινέτω
Dual συγκρίνετον συγκρινέτων
Plural συγκρίνετε συγκρινόντων, συγκρινέτωσαν
Infinitive συγκρίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρινων συγκρινοντος συγκρινουσα συγκρινουσης συγκρινον συγκρινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκρίνομαι συγκρίνει, συγκρίνῃ συγκρίνεται
Dual συγκρίνεσθον συγκρίνεσθον
Plural συγκρινόμεθα συγκρίνεσθε συγκρίνονται
SubjunctiveSingular συγκρίνωμαι συγκρίνῃ συγκρίνηται
Dual συγκρίνησθον συγκρίνησθον
Plural συγκρινώμεθα συγκρίνησθε συγκρίνωνται
OptativeSingular συγκρινοίμην συγκρίνοιο συγκρίνοιτο
Dual συγκρίνοισθον συγκρινοίσθην
Plural συγκρινοίμεθα συγκρίνοισθε συγκρίνοιντο
ImperativeSingular συγκρίνου συγκρινέσθω
Dual συγκρίνεσθον συγκρινέσθων
Plural συγκρίνεσθε συγκρινέσθων, συγκρινέσθωσαν
Infinitive συγκρίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκρινομενος συγκρινομενου συγκρινομενη συγκρινομενης συγκρινομενον συγκρινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ εἶδεν ὁ ἀρχισιτοποιόσ, ὅτι ὀρθῶσ συνέκρινε, καὶ εἶπε τῷ Ἰωσήφ. κἀγὼ εἶδον ἐνύπνιον καὶ ᾤμην τρία κανᾶ χονδριτῶν αἴρειν ἐπὶ τῆσ κεφαλῆσ μου. (Septuagint, Liber Genesis 40:16)
  • ἑτέρου δὲ λέγοντοσ, Συνεκρίνετο αὐτῷ, Καὶ διεκρίνετο πάντωσ, εἶπεν. (Lucian, 5:20)
  • ἅ μὲν οὖν ἀξια μνήμησ τῶν περὶ Δημοσθένουσ καὶ Κικέρωνοσ ἱστορουμένων εἰσ τὴν ἡμετέραν ἀφῖκται γνῶσιν, ταῦτ’ ἐστίν, ἀφεικὼσ δὲ τὸ συγκρίνειν τὴν ἐν τοῖσ λόγοισ ἕξιν αὐτῶν, ἐκεῖνό μοι δοκῶ μὴ παρήσειν ἄρρητον, ὅτι Δημοσθένην μὲν εἰσ τὸ ῥητορικὸν ἐνέτεινε πᾶν ὅσον εἶχεν ἐκ φύσεωσ ἢ ἀσκήσεωσ λόγιον, ὑπερβαλλόμενοσ ἐνάργείᾳ μὲν καὶ δεινότητι τοὺσ ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν δικῶν συν συνεξεταζομένουσ, ὄγκῳ δὲ καὶ μεγαλοπρέπείᾳ τοὺσ ἐπιδεικτικούσ, ἀκριβείᾳ δὲ καὶ τέχνῃ τοὺσ σοφιστάσ· (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 1:1)
  • "ἔχων παρρησίαν συγκρίνεισ Κορνηλίᾳ σεαυτόν; (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 4 4:2)
  • οὐ μέντοι γε ἀξιοῖ ἑαυτὸν θεοῖσ συγκρίνειν ἀθάνατοι γὰρ τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ’ ἐάσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 1:2)

Synonyms

  1. to compound

  2. to compare

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION