헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκρίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκρίνω συγκρινῶ

형태분석: συγ (접두사) + κρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 비교하다, 평가하다, 측정하다, 비기다
  1. to compound
  2. to compare, to measure, estimate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκρίνω

συγκρίνεις

συγκρίνει

쌍수 συγκρίνετον

συγκρίνετον

복수 συγκρίνομεν

συγκρίνετε

συγκρίνουσιν*

접속법단수 συγκρίνω

συγκρίνῃς

συγκρίνῃ

쌍수 συγκρίνητον

συγκρίνητον

복수 συγκρίνωμεν

συγκρίνητε

συγκρίνωσιν*

기원법단수 συγκρίνοιμι

συγκρίνοις

συγκρίνοι

쌍수 συγκρίνοιτον

συγκρινοίτην

복수 συγκρίνοιμεν

συγκρίνοιτε

συγκρίνοιεν

명령법단수 συγκρίνε

συγκρινέτω

쌍수 συγκρίνετον

συγκρινέτων

복수 συγκρίνετε

συγκρινόντων, συγκρινέτωσαν

부정사 συγκρίνειν

분사 남성여성중성
συγκρινων

συγκρινοντος

συγκρινουσα

συγκρινουσης

συγκρινον

συγκρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκρίνομαι

συγκρίνει, συγκρίνῃ

συγκρίνεται

쌍수 συγκρίνεσθον

συγκρίνεσθον

복수 συγκρινόμεθα

συγκρίνεσθε

συγκρίνονται

접속법단수 συγκρίνωμαι

συγκρίνῃ

συγκρίνηται

쌍수 συγκρίνησθον

συγκρίνησθον

복수 συγκρινώμεθα

συγκρίνησθε

συγκρίνωνται

기원법단수 συγκρινοίμην

συγκρίνοιο

συγκρίνοιτο

쌍수 συγκρίνοισθον

συγκρινοίσθην

복수 συγκρινοίμεθα

συγκρίνοισθε

συγκρίνοιντο

명령법단수 συγκρίνου

συγκρινέσθω

쌍수 συγκρίνεσθον

συγκρινέσθων

복수 συγκρίνεσθε

συγκρινέσθων, συγκρινέσθωσαν

부정사 συγκρίνεσθαι

분사 남성여성중성
συγκρινομενος

συγκρινομενου

συγκρινομενη

συγκρινομενης

συγκρινομενον

συγκρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἅ μὲν οὖν ἀξια μνήμησ τῶν περὶ Δημοσθένουσ καὶ Κικέρωνοσ ἱστορουμένων εἰσ τὴν ἡμετέραν ἀφῖκται γνῶσιν, ταῦτ’ ἐστίν, ἀφεικὼσ δὲ τὸ συγκρίνειν τὴν ἐν τοῖσ λόγοισ ἕξιν αὐτῶν, ἐκεῖνό μοι δοκῶ μὴ παρήσειν ἄρρητον, ὅτι Δημοσθένην μὲν εἰσ τὸ ῥητορικὸν ἐνέτεινε πᾶν ὅσον εἶχεν ἐκ φύσεωσ ἢ ἀσκήσεωσ λόγιον, ὑπερβαλλόμενοσ ἐνάργείᾳ μὲν καὶ δεινότητι τοὺσ ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ τῶν δικῶν συν συνεξεταζομένουσ, ὄγκῳ δὲ καὶ μεγαλοπρέπείᾳ τοὺσ ἐπιδεικτικούσ, ἀκριβείᾳ δὲ καὶ τέχνῃ τοὺσ σοφιστάσ· (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 1:1)

    (플루타르코스, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 1 1:1)

  • οὐ μέντοι γε ἀξιοῖ ἑαυτὸν θεοῖσ συγκρίνειν ἀθάνατοι γὰρ τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ’ ἐάσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 1:2)

  • δεῖ δὲ πρὸσ ἐνδόξουσ συγκρίνειν· (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 9 38:10)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 9 38:10)

  • καὶ συγγενέσι δὲ καὶ φυλέταισ καὶ πολίταισ καὶ τοῖσ λοιποῖσ ἅπασιν ἀεὶ πειρατέον τὸ οἰκεῖον ἀπονέμειν, καὶ συγκρίνειν τὰ ἑκάστοισ ὑπάρχοντα κατ’ οἰκειότητα καὶ ἀρετὴν ἢ χρῆσιν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 9 29:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 9 29:1)

  • εἰ μὲν οὖν Σκιπίων ἑτέρωσ δοκεῖ, τὰσ γνώμασ ἔχετε συγκρίνειν· (Appian, The Foreign Wars, chapter 9 10:18)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 9 10:18)

유의어

  1. to compound

  2. 비교하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION