헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακρίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακρίνω παρακρινῶ

형태분석: παρα (접두사) + κρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to draw up in line opposite, drawn up along

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακρίνω

παρακρίνεις

παρακρίνει

쌍수 παρακρίνετον

παρακρίνετον

복수 παρακρίνομεν

παρακρίνετε

παρακρίνουσιν*

접속법단수 παρακρίνω

παρακρίνῃς

παρακρίνῃ

쌍수 παρακρίνητον

παρακρίνητον

복수 παρακρίνωμεν

παρακρίνητε

παρακρίνωσιν*

기원법단수 παρακρίνοιμι

παρακρίνοις

παρακρίνοι

쌍수 παρακρίνοιτον

παρακρινοίτην

복수 παρακρίνοιμεν

παρακρίνοιτε

παρακρίνοιεν

명령법단수 παρακρίνε

παρακρινέτω

쌍수 παρακρίνετον

παρακρινέτων

복수 παρακρίνετε

παρακρινόντων, παρακρινέτωσαν

부정사 παρακρίνειν

분사 남성여성중성
παρακρινων

παρακρινοντος

παρακρινουσα

παρακρινουσης

παρακρινον

παρακρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακρίνομαι

παρακρίνει, παρακρίνῃ

παρακρίνεται

쌍수 παρακρίνεσθον

παρακρίνεσθον

복수 παρακρινόμεθα

παρακρίνεσθε

παρακρίνονται

접속법단수 παρακρίνωμαι

παρακρίνῃ

παρακρίνηται

쌍수 παρακρίνησθον

παρακρίνησθον

복수 παρακρινώμεθα

παρακρίνησθε

παρακρίνωνται

기원법단수 παρακρινοίμην

παρακρίνοιο

παρακρίνοιτο

쌍수 παρακρίνοισθον

παρακρινοίσθην

복수 παρακρινοίμεθα

παρακρίνοισθε

παρακρίνοιντο

명령법단수 παρακρίνου

παρακρινέσθω

쌍수 παρακρίνεσθον

παρακρινέσθων

복수 παρακρίνεσθε

παρακρινέσθων, παρακρινέσθωσαν

부정사 παρακρίνεσθαι

분사 남성여성중성
παρακρινομενος

παρακρινομενου

παρακρινομενη

παρακρινομενης

παρακρινομενον

παρακρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION