헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπροκρίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπροκρίνω ἐκπροκρινῶ

형태분석: ἐκ (접두사) + προ (접두사) + κρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to choose out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπροκρίνω

ἐκπροκρίνεις

ἐκπροκρίνει

쌍수 ἐκπροκρίνετον

ἐκπροκρίνετον

복수 ἐκπροκρίνομεν

ἐκπροκρίνετε

ἐκπροκρίνουσιν*

접속법단수 ἐκπροκρίνω

ἐκπροκρίνῃς

ἐκπροκρίνῃ

쌍수 ἐκπροκρίνητον

ἐκπροκρίνητον

복수 ἐκπροκρίνωμεν

ἐκπροκρίνητε

ἐκπροκρίνωσιν*

기원법단수 ἐκπροκρίνοιμι

ἐκπροκρίνοις

ἐκπροκρίνοι

쌍수 ἐκπροκρίνοιτον

ἐκπροκρινοίτην

복수 ἐκπροκρίνοιμεν

ἐκπροκρίνοιτε

ἐκπροκρίνοιεν

명령법단수 ἐκπροκρίνε

ἐκπροκρινέτω

쌍수 ἐκπροκρίνετον

ἐκπροκρινέτων

복수 ἐκπροκρίνετε

ἐκπροκρινόντων, ἐκπροκρινέτωσαν

부정사 ἐκπροκρίνειν

분사 남성여성중성
ἐκπροκρινων

ἐκπροκρινοντος

ἐκπροκρινουσα

ἐκπροκρινουσης

ἐκπροκρινον

ἐκπροκρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπροκρίνομαι

ἐκπροκρίνει, ἐκπροκρίνῃ

ἐκπροκρίνεται

쌍수 ἐκπροκρίνεσθον

ἐκπροκρίνεσθον

복수 ἐκπροκρινόμεθα

ἐκπροκρίνεσθε

ἐκπροκρίνονται

접속법단수 ἐκπροκρίνωμαι

ἐκπροκρίνῃ

ἐκπροκρίνηται

쌍수 ἐκπροκρίνησθον

ἐκπροκρίνησθον

복수 ἐκπροκρινώμεθα

ἐκπροκρίνησθε

ἐκπροκρίνωνται

기원법단수 ἐκπροκρινοίμην

ἐκπροκρίνοιο

ἐκπροκρίνοιτο

쌍수 ἐκπροκρίνοισθον

ἐκπροκρινοίσθην

복수 ἐκπροκρινοίμεθα

ἐκπροκρίνοισθε

ἐκπροκρίνοιντο

명령법단수 ἐκπροκρίνου

ἐκπροκρινέσθω

쌍수 ἐκπροκρίνεσθον

ἐκπροκρινέσθων

복수 ἐκπροκρίνεσθε

ἐκπροκρινέσθων, ἐκπροκρινέσθωσαν

부정사 ἐκπροκρίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐκπροκρινομενος

ἐκπροκρινομενου

ἐκπροκρινομενη

ἐκπροκρινομενης

ἐκπροκρινομενον

ἐκπροκρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to choose out

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION