헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικρίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικρίνω ἐπικρινῶ

형태분석: ἐπι (접두사) + κρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 정하다, 결정하다, 판단하다
  1. to decide, determine

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικρίνω

(나는) 정한다

ἐπικρίνεις

(너는) 정한다

ἐπικρίνει

(그는) 정한다

쌍수 ἐπικρίνετον

(너희 둘은) 정한다

ἐπικρίνετον

(그 둘은) 정한다

복수 ἐπικρίνομεν

(우리는) 정한다

ἐπικρίνετε

(너희는) 정한다

ἐπικρίνουσιν*

(그들은) 정한다

접속법단수 ἐπικρίνω

(나는) 정하자

ἐπικρίνῃς

(너는) 정하자

ἐπικρίνῃ

(그는) 정하자

쌍수 ἐπικρίνητον

(너희 둘은) 정하자

ἐπικρίνητον

(그 둘은) 정하자

복수 ἐπικρίνωμεν

(우리는) 정하자

ἐπικρίνητε

(너희는) 정하자

ἐπικρίνωσιν*

(그들은) 정하자

기원법단수 ἐπικρίνοιμι

(나는) 정하기를 (바라다)

ἐπικρίνοις

(너는) 정하기를 (바라다)

ἐπικρίνοι

(그는) 정하기를 (바라다)

쌍수 ἐπικρίνοιτον

(너희 둘은) 정하기를 (바라다)

ἐπικρινοίτην

(그 둘은) 정하기를 (바라다)

복수 ἐπικρίνοιμεν

(우리는) 정하기를 (바라다)

ἐπικρίνοιτε

(너희는) 정하기를 (바라다)

ἐπικρίνοιεν

(그들은) 정하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικρίνε

(너는) 정해라

ἐπικρινέτω

(그는) 정해라

쌍수 ἐπικρίνετον

(너희 둘은) 정해라

ἐπικρινέτων

(그 둘은) 정해라

복수 ἐπικρίνετε

(너희는) 정해라

ἐπικρινόντων, ἐπικρινέτωσαν

(그들은) 정해라

부정사 ἐπικρίνειν

정하는 것

분사 남성여성중성
ἐπικρινων

ἐπικρινοντος

ἐπικρινουσα

ἐπικρινουσης

ἐπικρινον

ἐπικρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικρίνομαι

(나는) 정된다

ἐπικρίνει, ἐπικρίνῃ

(너는) 정된다

ἐπικρίνεται

(그는) 정된다

쌍수 ἐπικρίνεσθον

(너희 둘은) 정된다

ἐπικρίνεσθον

(그 둘은) 정된다

복수 ἐπικρινόμεθα

(우리는) 정된다

ἐπικρίνεσθε

(너희는) 정된다

ἐπικρίνονται

(그들은) 정된다

접속법단수 ἐπικρίνωμαι

(나는) 정되자

ἐπικρίνῃ

(너는) 정되자

ἐπικρίνηται

(그는) 정되자

쌍수 ἐπικρίνησθον

(너희 둘은) 정되자

ἐπικρίνησθον

(그 둘은) 정되자

복수 ἐπικρινώμεθα

(우리는) 정되자

ἐπικρίνησθε

(너희는) 정되자

ἐπικρίνωνται

(그들은) 정되자

기원법단수 ἐπικρινοίμην

(나는) 정되기를 (바라다)

ἐπικρίνοιο

(너는) 정되기를 (바라다)

ἐπικρίνοιτο

(그는) 정되기를 (바라다)

쌍수 ἐπικρίνοισθον

(너희 둘은) 정되기를 (바라다)

ἐπικρινοίσθην

(그 둘은) 정되기를 (바라다)

복수 ἐπικρινοίμεθα

(우리는) 정되기를 (바라다)

ἐπικρίνοισθε

(너희는) 정되기를 (바라다)

ἐπικρίνοιντο

(그들은) 정되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικρίνου

(너는) 정되어라

ἐπικρινέσθω

(그는) 정되어라

쌍수 ἐπικρίνεσθον

(너희 둘은) 정되어라

ἐπικρινέσθων

(그 둘은) 정되어라

복수 ἐπικρίνεσθε

(너희는) 정되어라

ἐπικρινέσθων, ἐπικρινέσθωσαν

(그들은) 정되어라

부정사 ἐπικρίνεσθαι

정되는 것

분사 남성여성중성
ἐπικρινομενος

ἐπικρινομενου

ἐπικρινομενη

ἐπικρινομενης

ἐπικρινομενον

ἐπικρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέκρινον

(나는) 정하고 있었다

ἐπέκρινες

(너는) 정하고 있었다

ἐπέκρινεν*

(그는) 정하고 있었다

쌍수 ἐπεκρίνετον

(너희 둘은) 정하고 있었다

ἐπεκρινέτην

(그 둘은) 정하고 있었다

복수 ἐπεκρίνομεν

(우리는) 정하고 있었다

ἐπεκρίνετε

(너희는) 정하고 있었다

ἐπέκρινον

(그들은) 정하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκρινόμην

(나는) 정되고 있었다

ἐπεκρίνου

(너는) 정되고 있었다

ἐπεκρίνετο

(그는) 정되고 있었다

쌍수 ἐπεκρίνεσθον

(너희 둘은) 정되고 있었다

ἐπεκρινέσθην

(그 둘은) 정되고 있었다

복수 ἐπεκρινόμεθα

(우리는) 정되고 있었다

ἐπεκρίνεσθε

(너희는) 정되고 있었다

ἐπεκρίνοντο

(그들은) 정되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν μὲν τῆσ ὅλησ κακίασ Μενέλαον ἀπέλυσε τῶν κατηγορημάτων, τοῖσ δὲ ταλαιπώροισ, οἵτινεσ, εἰ καὶ ἐπὶ Σκυθῶν ἔλεγον, ἀπελύθησαν ἂν ἀκατάγνωστοι, τούτοισ θάνατον ἐπέκρινε. (Septuagint, Liber Maccabees II 4:47)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 4:47)

  • περὶ δὲ τοῦ ἀδυνάτου ἐπικρινέτω ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγὸσ καὶ ὁ ἐπὶ τῆσ διοικήσεωσ καὶ ὁ γραμματεὺσ τῆσ βουλῆσ. (Demosthenes, Speeches 11-20, 51:2)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 51:2)

  • ἐὰν δὲ μὴ δύνησθον κοινωνῆσαι τῆσ ὁμολογίασ αὐτοί, τὴν βουλὴν ἐπικρίνειν αὐτῶν τὴν αἱρ́εσιν ἑκατέρου. (Plato, Laws, book 6 119:1)

    (플라톤, Laws, book 6 119:1)

  • "Πρῶτον μὲν οὖν τὰ ὑποτεταγμένα τοῖσ φθόγγοισ, ὦ Ἡρόδοτε, δεῖ εἰληφέναι, ὅπωσ ἂν τὰ δοξαζόμενα ἢ ζητούμενα ἢ ἀπορούμενα ἔχωμεν εἰσ ταῦτα ἀνάγοντεσ ἐπικρίνειν, καὶ μὴ ἄκριτα πάντα ἡμῖν <ἰῄ> εἰσ ἄπειρον ἀποδεικνύουσιν ἢ κενοὺσ φθόγγουσ ἔχωμεν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 37:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 37:2)

  • ἐπεὶ δὲ συνέλθοιεν οἱ τριάκοντα, ἐπέκρινον ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον, καὶ τοῦτον μὲν ἀρχιδικαστὴν καθίσταντο, εἰσ δὲ τὸ τούτου τόπον ἀπέστελλεν ἡ πόλισ ἕτερον δικαστήν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 75 4:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 75 4:1)

유의어

  1. 정하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION