헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραμετρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραμετρέω παραμετρήσω

형태분석: παρα (접두사) + μετρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 비교하다, 비기다, 측정하다, ~주변을 타고 돌다
  1. to measure, by, to compare

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμέτρω

(나는) 비교한다

παραμέτρεις

(너는) 비교한다

παραμέτρει

(그는) 비교한다

쌍수 παραμέτρειτον

(너희 둘은) 비교한다

παραμέτρειτον

(그 둘은) 비교한다

복수 παραμέτρουμεν

(우리는) 비교한다

παραμέτρειτε

(너희는) 비교한다

παραμέτρουσιν*

(그들은) 비교한다

접속법단수 παραμέτρω

(나는) 비교하자

παραμέτρῃς

(너는) 비교하자

παραμέτρῃ

(그는) 비교하자

쌍수 παραμέτρητον

(너희 둘은) 비교하자

παραμέτρητον

(그 둘은) 비교하자

복수 παραμέτρωμεν

(우리는) 비교하자

παραμέτρητε

(너희는) 비교하자

παραμέτρωσιν*

(그들은) 비교하자

기원법단수 παραμέτροιμι

(나는) 비교하기를 (바라다)

παραμέτροις

(너는) 비교하기를 (바라다)

παραμέτροι

(그는) 비교하기를 (바라다)

쌍수 παραμέτροιτον

(너희 둘은) 비교하기를 (바라다)

παραμετροίτην

(그 둘은) 비교하기를 (바라다)

복수 παραμέτροιμεν

(우리는) 비교하기를 (바라다)

παραμέτροιτε

(너희는) 비교하기를 (바라다)

παραμέτροιεν

(그들은) 비교하기를 (바라다)

명령법단수 παραμε͂τρει

(너는) 비교해라

παραμετρεῖτω

(그는) 비교해라

쌍수 παραμέτρειτον

(너희 둘은) 비교해라

παραμετρεῖτων

(그 둘은) 비교해라

복수 παραμέτρειτε

(너희는) 비교해라

παραμετροῦντων, παραμετρεῖτωσαν

(그들은) 비교해라

부정사 παραμέτρειν

비교하는 것

분사 남성여성중성
παραμετρων

παραμετρουντος

παραμετρουσα

παραμετρουσης

παραμετρουν

παραμετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμέτρουμαι

(나는) 비교된다

παραμέτρει, παραμέτρῃ

(너는) 비교된다

παραμέτρειται

(그는) 비교된다

쌍수 παραμέτρεισθον

(너희 둘은) 비교된다

παραμέτρεισθον

(그 둘은) 비교된다

복수 παραμετροῦμεθα

(우리는) 비교된다

παραμέτρεισθε

(너희는) 비교된다

παραμέτρουνται

(그들은) 비교된다

접속법단수 παραμέτρωμαι

(나는) 비교되자

παραμέτρῃ

(너는) 비교되자

παραμέτρηται

(그는) 비교되자

쌍수 παραμέτρησθον

(너희 둘은) 비교되자

παραμέτρησθον

(그 둘은) 비교되자

복수 παραμετρώμεθα

(우리는) 비교되자

παραμέτρησθε

(너희는) 비교되자

παραμέτρωνται

(그들은) 비교되자

기원법단수 παραμετροίμην

(나는) 비교되기를 (바라다)

παραμέτροιο

(너는) 비교되기를 (바라다)

παραμέτροιτο

(그는) 비교되기를 (바라다)

쌍수 παραμέτροισθον

(너희 둘은) 비교되기를 (바라다)

παραμετροίσθην

(그 둘은) 비교되기를 (바라다)

복수 παραμετροίμεθα

(우리는) 비교되기를 (바라다)

παραμέτροισθε

(너희는) 비교되기를 (바라다)

παραμέτροιντο

(그들은) 비교되기를 (바라다)

명령법단수 παραμέτρου

(너는) 비교되어라

παραμετρεῖσθω

(그는) 비교되어라

쌍수 παραμέτρεισθον

(너희 둘은) 비교되어라

παραμετρεῖσθων

(그 둘은) 비교되어라

복수 παραμέτρεισθε

(너희는) 비교되어라

παραμετρεῖσθων, παραμετρεῖσθωσαν

(그들은) 비교되어라

부정사 παραμέτρεισθαι

비교되는 것

분사 남성여성중성
παραμετρουμενος

παραμετρουμενου

παραμετρουμενη

παραμετρουμενης

παραμετρουμενον

παραμετρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμετρήσω

(나는) 비교하겠다

παραμετρήσεις

(너는) 비교하겠다

παραμετρήσει

(그는) 비교하겠다

쌍수 παραμετρήσετον

(너희 둘은) 비교하겠다

παραμετρήσετον

(그 둘은) 비교하겠다

복수 παραμετρήσομεν

(우리는) 비교하겠다

παραμετρήσετε

(너희는) 비교하겠다

παραμετρήσουσιν*

(그들은) 비교하겠다

기원법단수 παραμετρήσοιμι

(나는) 비교하겠기를 (바라다)

παραμετρήσοις

(너는) 비교하겠기를 (바라다)

παραμετρήσοι

(그는) 비교하겠기를 (바라다)

쌍수 παραμετρήσοιτον

(너희 둘은) 비교하겠기를 (바라다)

παραμετρησοίτην

(그 둘은) 비교하겠기를 (바라다)

복수 παραμετρήσοιμεν

(우리는) 비교하겠기를 (바라다)

παραμετρήσοιτε

(너희는) 비교하겠기를 (바라다)

παραμετρήσοιεν

(그들은) 비교하겠기를 (바라다)

부정사 παραμετρήσειν

비교할 것

분사 남성여성중성
παραμετρησων

παραμετρησοντος

παραμετρησουσα

παραμετρησουσης

παραμετρησον

παραμετρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμετρήσομαι

(나는) 비교되겠다

παραμετρήσει, παραμετρήσῃ

(너는) 비교되겠다

παραμετρήσεται

(그는) 비교되겠다

쌍수 παραμετρήσεσθον

(너희 둘은) 비교되겠다

παραμετρήσεσθον

(그 둘은) 비교되겠다

복수 παραμετρησόμεθα

(우리는) 비교되겠다

παραμετρήσεσθε

(너희는) 비교되겠다

παραμετρήσονται

(그들은) 비교되겠다

기원법단수 παραμετρησοίμην

(나는) 비교되겠기를 (바라다)

παραμετρήσοιο

(너는) 비교되겠기를 (바라다)

παραμετρήσοιτο

(그는) 비교되겠기를 (바라다)

쌍수 παραμετρήσοισθον

(너희 둘은) 비교되겠기를 (바라다)

παραμετρησοίσθην

(그 둘은) 비교되겠기를 (바라다)

복수 παραμετρησοίμεθα

(우리는) 비교되겠기를 (바라다)

παραμετρήσοισθε

(너희는) 비교되겠기를 (바라다)

παραμετρήσοιντο

(그들은) 비교되겠기를 (바라다)

부정사 παραμετρήσεσθαι

비교될 것

분사 남성여성중성
παραμετρησομενος

παραμετρησομενου

παραμετρησομενη

παραμετρησομενης

παραμετρησομενον

παραμετρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμε͂τρουν

(나는) 비교하고 있었다

παρεμε͂τρεις

(너는) 비교하고 있었다

παρεμε͂τρειν*

(그는) 비교하고 있었다

쌍수 παρεμέτρειτον

(너희 둘은) 비교하고 있었다

παρεμετρεῖτην

(그 둘은) 비교하고 있었다

복수 παρεμέτρουμεν

(우리는) 비교하고 있었다

παρεμέτρειτε

(너희는) 비교하고 있었다

παρεμε͂τρουν

(그들은) 비교하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεμετροῦμην

(나는) 비교되고 있었다

παρεμέτρου

(너는) 비교되고 있었다

παρεμέτρειτο

(그는) 비교되고 있었다

쌍수 παρεμέτρεισθον

(너희 둘은) 비교되고 있었다

παρεμετρεῖσθην

(그 둘은) 비교되고 있었다

복수 παρεμετροῦμεθα

(우리는) 비교되고 있었다

παρεμέτρεισθε

(너희는) 비교되고 있었다

παρεμέτρουντο

(그들은) 비교되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὕτω γὰρ δὴ καὶ τό μέγα δόξειεν ἄν μέγα, εἰ τῷ μικρῷ παραμετροῖτο. (Lucian, Prometheus, (no name) 15:4)

    (루키아노스, Prometheus, (no name) 15:4)

  • ἀλλ’ οὐδ’ ὅλωσ, φασίν, οἰέται δεῖν Χρύσιπποσ οὔτε μονὴν ἐν τῷ βίῳ τοῖσ ἀγαθοῖσ οὔτ’ ἐξαγωγὴν τοῖσ κακοῖσ παραμετρεῖν ἀλλὰ τοῖσ μέσοισ κατὰ φύσιν· (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 18 8:2)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 18 8:2)

  • ὥστ’ εἰ τούτοισ παραμετρεῖσ τὰ σαυτοῦ, ἀπελθὼν παρακράτει. (Epictetus, Works, book 1, 10:3)

    (에픽테토스, Works, book 1, 10:3)

  • καὶ οὔτε διαλέκτουσ ὡσ βελτίουσ μεταληπτέον, ἀλλ’ αὐταῖσ ταῖσ ὑπαρχούσαισ κατ’ αὐτοῦ χρηστέον, οὔτε ἄλλο τι κατ’ αὐτοῦ κατηγορητέον, ὡσ τὴν αὐτὴν οὐσίαν ἔχοντοσ τῷ ἰδιώματι τούτῳ‐‐καὶ γὰρ τοῦτο ποιοῦσί τινεσ,‐ἀλλὰ μόνον ᾧ συμπλέκομεν τὸ ἴδιον τοῦτο καὶ παραμετροῦμεν, μάλιστα ἐπιλογιστέον. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 72:3)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 72:3)

유의어

  1. 비교하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION