헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπομετρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπομετρέω

형태분석: ἀπο (접두사) + μετρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 정량을 재다, 측정하다
  1. to measure out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπομέτρω

(나는) 정량을 잰다

ἀπομέτρεις

(너는) 정량을 잰다

ἀπομέτρει

(그는) 정량을 잰다

쌍수 ἀπομέτρειτον

(너희 둘은) 정량을 잰다

ἀπομέτρειτον

(그 둘은) 정량을 잰다

복수 ἀπομέτρουμεν

(우리는) 정량을 잰다

ἀπομέτρειτε

(너희는) 정량을 잰다

ἀπομέτρουσιν*

(그들은) 정량을 잰다

접속법단수 ἀπομέτρω

(나는) 정량을 재자

ἀπομέτρῃς

(너는) 정량을 재자

ἀπομέτρῃ

(그는) 정량을 재자

쌍수 ἀπομέτρητον

(너희 둘은) 정량을 재자

ἀπομέτρητον

(그 둘은) 정량을 재자

복수 ἀπομέτρωμεν

(우리는) 정량을 재자

ἀπομέτρητε

(너희는) 정량을 재자

ἀπομέτρωσιν*

(그들은) 정량을 재자

기원법단수 ἀπομέτροιμι

(나는) 정량을 재기를 (바라다)

ἀπομέτροις

(너는) 정량을 재기를 (바라다)

ἀπομέτροι

(그는) 정량을 재기를 (바라다)

쌍수 ἀπομέτροιτον

(너희 둘은) 정량을 재기를 (바라다)

ἀπομετροίτην

(그 둘은) 정량을 재기를 (바라다)

복수 ἀπομέτροιμεν

(우리는) 정량을 재기를 (바라다)

ἀπομέτροιτε

(너희는) 정량을 재기를 (바라다)

ἀπομέτροιεν

(그들은) 정량을 재기를 (바라다)

명령법단수 ἀπομε͂τρει

(너는) 정량을 재어라

ἀπομετρεῖτω

(그는) 정량을 재어라

쌍수 ἀπομέτρειτον

(너희 둘은) 정량을 재어라

ἀπομετρεῖτων

(그 둘은) 정량을 재어라

복수 ἀπομέτρειτε

(너희는) 정량을 재어라

ἀπομετροῦντων, ἀπομετρεῖτωσαν

(그들은) 정량을 재어라

부정사 ἀπομέτρειν

정량을 재는 것

분사 남성여성중성
ἀπομετρων

ἀπομετρουντος

ἀπομετρουσα

ἀπομετρουσης

ἀπομετρουν

ἀπομετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπομέτρουμαι

(나는) 정량을 재여진다

ἀπομέτρει, ἀπομέτρῃ

(너는) 정량을 재여진다

ἀπομέτρειται

(그는) 정량을 재여진다

쌍수 ἀπομέτρεισθον

(너희 둘은) 정량을 재여진다

ἀπομέτρεισθον

(그 둘은) 정량을 재여진다

복수 ἀπομετροῦμεθα

(우리는) 정량을 재여진다

ἀπομέτρεισθε

(너희는) 정량을 재여진다

ἀπομέτρουνται

(그들은) 정량을 재여진다

접속법단수 ἀπομέτρωμαι

(나는) 정량을 재여지자

ἀπομέτρῃ

(너는) 정량을 재여지자

ἀπομέτρηται

(그는) 정량을 재여지자

쌍수 ἀπομέτρησθον

(너희 둘은) 정량을 재여지자

ἀπομέτρησθον

(그 둘은) 정량을 재여지자

복수 ἀπομετρώμεθα

(우리는) 정량을 재여지자

ἀπομέτρησθε

(너희는) 정량을 재여지자

ἀπομέτρωνται

(그들은) 정량을 재여지자

기원법단수 ἀπομετροίμην

(나는) 정량을 재여지기를 (바라다)

ἀπομέτροιο

(너는) 정량을 재여지기를 (바라다)

ἀπομέτροιτο

(그는) 정량을 재여지기를 (바라다)

쌍수 ἀπομέτροισθον

(너희 둘은) 정량을 재여지기를 (바라다)

ἀπομετροίσθην

(그 둘은) 정량을 재여지기를 (바라다)

복수 ἀπομετροίμεθα

(우리는) 정량을 재여지기를 (바라다)

ἀπομέτροισθε

(너희는) 정량을 재여지기를 (바라다)

ἀπομέτροιντο

(그들은) 정량을 재여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀπομέτρου

(너는) 정량을 재여져라

ἀπομετρεῖσθω

(그는) 정량을 재여져라

쌍수 ἀπομέτρεισθον

(너희 둘은) 정량을 재여져라

ἀπομετρεῖσθων

(그 둘은) 정량을 재여져라

복수 ἀπομέτρεισθε

(너희는) 정량을 재여져라

ἀπομετρεῖσθων, ἀπομετρεῖσθωσαν

(그들은) 정량을 재여져라

부정사 ἀπομέτρεισθαι

정량을 재여지는 것

분사 남성여성중성
ἀπομετρουμενος

ἀπομετρουμενου

ἀπομετρουμενη

ἀπομετρουμενης

ἀπομετρουμενον

ἀπομετρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεμε͂τρουν

(나는) 정량을 재고 있었다

ἀπεμε͂τρεις

(너는) 정량을 재고 있었다

ἀπεμε͂τρειν*

(그는) 정량을 재고 있었다

쌍수 ἀπεμέτρειτον

(너희 둘은) 정량을 재고 있었다

ἀπεμετρεῖτην

(그 둘은) 정량을 재고 있었다

복수 ἀπεμέτρουμεν

(우리는) 정량을 재고 있었다

ἀπεμέτρειτε

(너희는) 정량을 재고 있었다

ἀπεμε͂τρουν

(그들은) 정량을 재고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεμετροῦμην

(나는) 정량을 재여지고 있었다

ἀπεμέτρου

(너는) 정량을 재여지고 있었다

ἀπεμέτρειτο

(그는) 정량을 재여지고 있었다

쌍수 ἀπεμέτρεισθον

(너희 둘은) 정량을 재여지고 있었다

ἀπεμετρεῖσθην

(그 둘은) 정량을 재여지고 있었다

복수 ἀπεμετροῦμεθα

(우리는) 정량을 재여지고 있었다

ἀπεμέτρεισθε

(너희는) 정량을 재여지고 있었다

ἀπεμέτρουντο

(그들은) 정량을 재여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗ μέλλουσι πηγνύναι ταύτην, ἀπομετρεῖται πέριξ τῆσ σημαίασ τετράγωνοσ τόποσ, ὥστε πάσασ τὰσ πλευρὰσ ἑκατὸν ἀπέχειν πόδασ τῆσ σημαίασ, τὸ δ’ ἐμβαδὸν γίνεσθαι τετράπλεθρον. (Polybius, Histories, book 6, chapter 27 2:1)

    (폴리비오스, Histories, book 6, chapter 27 2:1)

유의어

  1. 정량을 재다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION