헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετρέω

형태분석: μετρέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: me/tron

  1. 횡단하다, 가로지르다, 측정하다, 무게가 ~가 되다
  2. 측정하다, 무게가 ~가 되다, 재다, 수용할 수 있다, 정량을 재다, 비례시키다
  3. 세다, 헤아리다
  4. 얻다, 정량을 재다, 획득하다, 측정하다, 알아듣다, 무게가 ~가 되다
  1. to measure in any way
  2. to measure, pass over, traverse
  3. to measure, to measure, to measure, by the eye, to be measured
  4. to count
  5. to measure out, dole out, to have measured out to one, to get, measure

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μέτρω

μέτρεις

μέτρει

쌍수 μέτρειτον

μέτρειτον

복수 μέτρουμεν

μέτρειτε

μέτρουσιν*

접속법단수 μέτρω

μέτρῃς

μέτρῃ

쌍수 μέτρητον

μέτρητον

복수 μέτρωμεν

μέτρητε

μέτρωσιν*

기원법단수 μέτροιμι

μέτροις

μέτροι

쌍수 μέτροιτον

μετροίτην

복수 μέτροιμεν

μέτροιτε

μέτροιεν

명령법단수 με͂τρει

μετρεῖτω

쌍수 μέτρειτον

μετρεῖτων

복수 μέτρειτε

μετροῦντων, μετρεῖτωσαν

부정사 μέτρειν

분사 남성여성중성
μετρων

μετρουντος

μετρουσα

μετρουσης

μετρουν

μετρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μέτρουμαι

μέτρει, μέτρῃ

μέτρειται

쌍수 μέτρεισθον

μέτρεισθον

복수 μετροῦμεθα

μέτρεισθε

μέτρουνται

접속법단수 μέτρωμαι

μέτρῃ

μέτρηται

쌍수 μέτρησθον

μέτρησθον

복수 μετρώμεθα

μέτρησθε

μέτρωνται

기원법단수 μετροίμην

μέτροιο

μέτροιτο

쌍수 μέτροισθον

μετροίσθην

복수 μετροίμεθα

μέτροισθε

μέτροιντο

명령법단수 μέτρου

μετρεῖσθω

쌍수 μέτρεισθον

μετρεῖσθων

복수 μέτρεισθε

μετρεῖσθων, μετρεῖσθωσαν

부정사 μέτρεισθαι

분사 남성여성중성
μετρουμενος

μετρουμενου

μετρουμενη

μετρουμενης

μετρουμενον

μετρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 횡단하다

  2. 측정하다

  3. 세다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION