헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρεικάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρεικάζω παρεικάσω

형태분석: παρ (접두사) + εἰκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 비교하다, 비기다
  1. to compare

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεικάζω

(나는) 비교한다

παρεικάζεις

(너는) 비교한다

παρεικάζει

(그는) 비교한다

쌍수 παρεικάζετον

(너희 둘은) 비교한다

παρεικάζετον

(그 둘은) 비교한다

복수 παρεικάζομεν

(우리는) 비교한다

παρεικάζετε

(너희는) 비교한다

παρεικάζουσιν*

(그들은) 비교한다

접속법단수 παρεικάζω

(나는) 비교하자

παρεικάζῃς

(너는) 비교하자

παρεικάζῃ

(그는) 비교하자

쌍수 παρεικάζητον

(너희 둘은) 비교하자

παρεικάζητον

(그 둘은) 비교하자

복수 παρεικάζωμεν

(우리는) 비교하자

παρεικάζητε

(너희는) 비교하자

παρεικάζωσιν*

(그들은) 비교하자

기원법단수 παρεικάζοιμι

(나는) 비교하기를 (바라다)

παρεικάζοις

(너는) 비교하기를 (바라다)

παρεικάζοι

(그는) 비교하기를 (바라다)

쌍수 παρεικάζοιτον

(너희 둘은) 비교하기를 (바라다)

παρεικαζοίτην

(그 둘은) 비교하기를 (바라다)

복수 παρεικάζοιμεν

(우리는) 비교하기를 (바라다)

παρεικάζοιτε

(너희는) 비교하기를 (바라다)

παρεικάζοιεν

(그들은) 비교하기를 (바라다)

명령법단수 παρείκαζε

(너는) 비교해라

παρεικαζέτω

(그는) 비교해라

쌍수 παρεικάζετον

(너희 둘은) 비교해라

παρεικαζέτων

(그 둘은) 비교해라

복수 παρεικάζετε

(너희는) 비교해라

παρεικαζόντων, παρεικαζέτωσαν

(그들은) 비교해라

부정사 παρεικάζειν

비교하는 것

분사 남성여성중성
παρεικαζων

παρεικαζοντος

παρεικαζουσα

παρεικαζουσης

παρεικαζον

παρεικαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεικάζομαι

(나는) 비교된다

παρεικάζει, παρεικάζῃ

(너는) 비교된다

παρεικάζεται

(그는) 비교된다

쌍수 παρεικάζεσθον

(너희 둘은) 비교된다

παρεικάζεσθον

(그 둘은) 비교된다

복수 παρεικαζόμεθα

(우리는) 비교된다

παρεικάζεσθε

(너희는) 비교된다

παρεικάζονται

(그들은) 비교된다

접속법단수 παρεικάζωμαι

(나는) 비교되자

παρεικάζῃ

(너는) 비교되자

παρεικάζηται

(그는) 비교되자

쌍수 παρεικάζησθον

(너희 둘은) 비교되자

παρεικάζησθον

(그 둘은) 비교되자

복수 παρεικαζώμεθα

(우리는) 비교되자

παρεικάζησθε

(너희는) 비교되자

παρεικάζωνται

(그들은) 비교되자

기원법단수 παρεικαζοίμην

(나는) 비교되기를 (바라다)

παρεικάζοιο

(너는) 비교되기를 (바라다)

παρεικάζοιτο

(그는) 비교되기를 (바라다)

쌍수 παρεικάζοισθον

(너희 둘은) 비교되기를 (바라다)

παρεικαζοίσθην

(그 둘은) 비교되기를 (바라다)

복수 παρεικαζοίμεθα

(우리는) 비교되기를 (바라다)

παρεικάζοισθε

(너희는) 비교되기를 (바라다)

παρεικάζοιντο

(그들은) 비교되기를 (바라다)

명령법단수 παρεικάζου

(너는) 비교되어라

παρεικαζέσθω

(그는) 비교되어라

쌍수 παρεικάζεσθον

(너희 둘은) 비교되어라

παρεικαζέσθων

(그 둘은) 비교되어라

복수 παρεικάζεσθε

(너희는) 비교되어라

παρεικαζέσθων, παρεικαζέσθωσαν

(그들은) 비교되어라

부정사 παρεικάζεσθαι

비교되는 것

분사 남성여성중성
παρεικαζομενος

παρεικαζομενου

παρεικαζομενη

παρεικαζομενης

παρεικαζομενον

παρεικαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεικάσω

(나는) 비교하겠다

παρεικάσεις

(너는) 비교하겠다

παρεικάσει

(그는) 비교하겠다

쌍수 παρεικάσετον

(너희 둘은) 비교하겠다

παρεικάσετον

(그 둘은) 비교하겠다

복수 παρεικάσομεν

(우리는) 비교하겠다

παρεικάσετε

(너희는) 비교하겠다

παρεικάσουσιν*

(그들은) 비교하겠다

기원법단수 παρεικάσοιμι

(나는) 비교하겠기를 (바라다)

παρεικάσοις

(너는) 비교하겠기를 (바라다)

παρεικάσοι

(그는) 비교하겠기를 (바라다)

쌍수 παρεικάσοιτον

(너희 둘은) 비교하겠기를 (바라다)

παρεικασοίτην

(그 둘은) 비교하겠기를 (바라다)

복수 παρεικάσοιμεν

(우리는) 비교하겠기를 (바라다)

παρεικάσοιτε

(너희는) 비교하겠기를 (바라다)

παρεικάσοιεν

(그들은) 비교하겠기를 (바라다)

부정사 παρεικάσειν

비교할 것

분사 남성여성중성
παρεικασων

παρεικασοντος

παρεικασουσα

παρεικασουσης

παρεικασον

παρεικασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεικάσομαι

(나는) 비교되겠다

παρεικάσει, παρεικάσῃ

(너는) 비교되겠다

παρεικάσεται

(그는) 비교되겠다

쌍수 παρεικάσεσθον

(너희 둘은) 비교되겠다

παρεικάσεσθον

(그 둘은) 비교되겠다

복수 παρεικασόμεθα

(우리는) 비교되겠다

παρεικάσεσθε

(너희는) 비교되겠다

παρεικάσονται

(그들은) 비교되겠다

기원법단수 παρεικασοίμην

(나는) 비교되겠기를 (바라다)

παρεικάσοιο

(너는) 비교되겠기를 (바라다)

παρεικάσοιτο

(그는) 비교되겠기를 (바라다)

쌍수 παρεικάσοισθον

(너희 둘은) 비교되겠기를 (바라다)

παρεικασοίσθην

(그 둘은) 비교되겠기를 (바라다)

복수 παρεικασοίμεθα

(우리는) 비교되겠기를 (바라다)

παρεικάσοισθε

(너희는) 비교되겠기를 (바라다)

παρεικάσοιντο

(그들은) 비교되겠기를 (바라다)

부정사 παρεικάσεσθαι

비교될 것

분사 남성여성중성
παρεικασομενος

παρεικασομενου

παρεικασομενη

παρεικασομενης

παρεικασομενον

παρεικασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆἰκαζον

(나는) 비교하고 있었다

παρῆἰκαζες

(너는) 비교하고 있었다

παρῆἰκαζεν*

(그는) 비교하고 있었다

쌍수 παρήἰκαζετον

(너희 둘은) 비교하고 있었다

παρηῖ̓καζετην

(그 둘은) 비교하고 있었다

복수 παρήἰκαζομεν

(우리는) 비교하고 있었다

παρήἰκαζετε

(너희는) 비교하고 있었다

παρῆἰκαζον

(그들은) 비교하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηῖ̓καζομην

(나는) 비교되고 있었다

παρήἰκαζου

(너는) 비교되고 있었다

παρήἰκαζετο

(그는) 비교되고 있었다

쌍수 παρήἰκαζεσθον

(너희 둘은) 비교되고 있었다

παρηῖ̓καζεσθην

(그 둘은) 비교되고 있었다

복수 παρηῖ̓καζομεθα

(우리는) 비교되고 있었다

παρήἰκαζεσθε

(너희는) 비교되고 있었다

παρήἰκαζοντο

(그들은) 비교되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα δὲ ταῖσ σικύαισ παρεικάζει· (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 4, 8:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 4, 8:1)

  • οὐκ ὀρθῶσ δ’ ὑπολαμβάνει οὐδ’ εἴ τισ παρεικάζει τὰσ τοῦ ὅλου ἀρχὰσ τῇ τῶν ζῴων καὶ φυτῶν, ὅτι ἐξ ἀορίστων ἀτελῶν τε ἀεὶ τὰ τελειότερα, διὸ καὶ ἐπὶ τῶν πρώτων οὕτωσ ἔχειν φησίν, ὥστε μηδὲ ὄν τι εἶναι τὸ ἓν αὐτό. (Aristotle, Metaphysics, Book 14 108:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 14 108:1)

유의어

  1. 비교하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION