헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσεικάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσεικάζω προσεικάσω προσῄκασα

형태분석: προς (접두사) + εἰκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 닮다, 좋아하다, 마음에 들다, 비슷해지다, ~의 향기가 나다
  2. 생각하다, 비교하다, 짐작하다, 가정하다, 비기다, 비하다
  1. to make like, assimilate, to be like, resemble
  2. to compare, I think, looks like, to guess by comparison, conjecture

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεικάζω

(나는) 닮는다

προσεικάζεις

(너는) 닮는다

προσεικάζει

(그는) 닮는다

쌍수 προσεικάζετον

(너희 둘은) 닮는다

προσεικάζετον

(그 둘은) 닮는다

복수 προσεικάζομεν

(우리는) 닮는다

προσεικάζετε

(너희는) 닮는다

προσεικάζουσιν*

(그들은) 닮는다

접속법단수 προσεικάζω

(나는) 닮자

προσεικάζῃς

(너는) 닮자

προσεικάζῃ

(그는) 닮자

쌍수 προσεικάζητον

(너희 둘은) 닮자

προσεικάζητον

(그 둘은) 닮자

복수 προσεικάζωμεν

(우리는) 닮자

προσεικάζητε

(너희는) 닮자

προσεικάζωσιν*

(그들은) 닮자

기원법단수 προσεικάζοιμι

(나는) 닮기를 (바라다)

προσεικάζοις

(너는) 닮기를 (바라다)

προσεικάζοι

(그는) 닮기를 (바라다)

쌍수 προσεικάζοιτον

(너희 둘은) 닮기를 (바라다)

προσεικαζοίτην

(그 둘은) 닮기를 (바라다)

복수 προσεικάζοιμεν

(우리는) 닮기를 (바라다)

προσεικάζοιτε

(너희는) 닮기를 (바라다)

προσεικάζοιεν

(그들은) 닮기를 (바라다)

명령법단수 προσείκαζε

(너는) 닮아라

προσεικαζέτω

(그는) 닮아라

쌍수 προσεικάζετον

(너희 둘은) 닮아라

προσεικαζέτων

(그 둘은) 닮아라

복수 προσεικάζετε

(너희는) 닮아라

προσεικαζόντων, προσεικαζέτωσαν

(그들은) 닮아라

부정사 προσεικάζειν

닮는 것

분사 남성여성중성
προσεικαζων

προσεικαζοντος

προσεικαζουσα

προσεικαζουσης

προσεικαζον

προσεικαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεικάζομαι

(나는) 닮어진다

προσεικάζει, προσεικάζῃ

(너는) 닮어진다

προσεικάζεται

(그는) 닮어진다

쌍수 προσεικάζεσθον

(너희 둘은) 닮어진다

προσεικάζεσθον

(그 둘은) 닮어진다

복수 προσεικαζόμεθα

(우리는) 닮어진다

προσεικάζεσθε

(너희는) 닮어진다

προσεικάζονται

(그들은) 닮어진다

접속법단수 προσεικάζωμαι

(나는) 닮어지자

προσεικάζῃ

(너는) 닮어지자

προσεικάζηται

(그는) 닮어지자

쌍수 προσεικάζησθον

(너희 둘은) 닮어지자

προσεικάζησθον

(그 둘은) 닮어지자

복수 προσεικαζώμεθα

(우리는) 닮어지자

προσεικάζησθε

(너희는) 닮어지자

προσεικάζωνται

(그들은) 닮어지자

기원법단수 προσεικαζοίμην

(나는) 닮어지기를 (바라다)

προσεικάζοιο

(너는) 닮어지기를 (바라다)

προσεικάζοιτο

(그는) 닮어지기를 (바라다)

쌍수 προσεικάζοισθον

(너희 둘은) 닮어지기를 (바라다)

προσεικαζοίσθην

(그 둘은) 닮어지기를 (바라다)

복수 προσεικαζοίμεθα

(우리는) 닮어지기를 (바라다)

προσεικάζοισθε

(너희는) 닮어지기를 (바라다)

προσεικάζοιντο

(그들은) 닮어지기를 (바라다)

명령법단수 προσεικάζου

(너는) 닮어져라

προσεικαζέσθω

(그는) 닮어져라

쌍수 προσεικάζεσθον

(너희 둘은) 닮어져라

προσεικαζέσθων

(그 둘은) 닮어져라

복수 προσεικάζεσθε

(너희는) 닮어져라

προσεικαζέσθων, προσεικαζέσθωσαν

(그들은) 닮어져라

부정사 προσεικάζεσθαι

닮어지는 것

분사 남성여성중성
προσεικαζομενος

προσεικαζομενου

προσεικαζομενη

προσεικαζομενης

προσεικαζομενον

προσεικαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεικάσω

(나는) 닮겠다

προσεικάσεις

(너는) 닮겠다

προσεικάσει

(그는) 닮겠다

쌍수 προσεικάσετον

(너희 둘은) 닮겠다

προσεικάσετον

(그 둘은) 닮겠다

복수 προσεικάσομεν

(우리는) 닮겠다

προσεικάσετε

(너희는) 닮겠다

προσεικάσουσιν*

(그들은) 닮겠다

기원법단수 προσεικάσοιμι

(나는) 닮겠기를 (바라다)

προσεικάσοις

(너는) 닮겠기를 (바라다)

προσεικάσοι

(그는) 닮겠기를 (바라다)

쌍수 προσεικάσοιτον

(너희 둘은) 닮겠기를 (바라다)

προσεικασοίτην

(그 둘은) 닮겠기를 (바라다)

복수 προσεικάσοιμεν

(우리는) 닮겠기를 (바라다)

προσεικάσοιτε

(너희는) 닮겠기를 (바라다)

προσεικάσοιεν

(그들은) 닮겠기를 (바라다)

부정사 προσεικάσειν

닮을 것

분사 남성여성중성
προσεικασων

προσεικασοντος

προσεικασουσα

προσεικασουσης

προσεικασον

προσεικασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεικάσομαι

(나는) 닮어지겠다

προσεικάσει, προσεικάσῃ

(너는) 닮어지겠다

προσεικάσεται

(그는) 닮어지겠다

쌍수 προσεικάσεσθον

(너희 둘은) 닮어지겠다

προσεικάσεσθον

(그 둘은) 닮어지겠다

복수 προσεικασόμεθα

(우리는) 닮어지겠다

προσεικάσεσθε

(너희는) 닮어지겠다

προσεικάσονται

(그들은) 닮어지겠다

기원법단수 προσεικασοίμην

(나는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσεικάσοιο

(너는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσεικάσοιτο

(그는) 닮어지겠기를 (바라다)

쌍수 προσεικάσοισθον

(너희 둘은) 닮어지겠기를 (바라다)

προσεικασοίσθην

(그 둘은) 닮어지겠기를 (바라다)

복수 προσεικασοίμεθα

(우리는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσεικάσοισθε

(너희는) 닮어지겠기를 (바라다)

προσεικάσοιντο

(그들은) 닮어지겠기를 (바라다)

부정사 προσεικάσεσθαι

닮어질 것

분사 남성여성중성
προσεικασομενος

προσεικασομενου

προσεικασομενη

προσεικασομενης

προσεικασομενον

προσεικασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῆἰκαζον

(나는) 닮고 있었다

προσῆἰκαζες

(너는) 닮고 있었다

προσῆἰκαζεν*

(그는) 닮고 있었다

쌍수 προσήἰκαζετον

(너희 둘은) 닮고 있었다

προσηῖ̓καζετην

(그 둘은) 닮고 있었다

복수 προσήἰκαζομεν

(우리는) 닮고 있었다

προσήἰκαζετε

(너희는) 닮고 있었다

προσῆἰκαζον

(그들은) 닮고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσηῖ̓καζομην

(나는) 닮어지고 있었다

προσήἰκαζου

(너는) 닮어지고 있었다

προσήἰκαζετο

(그는) 닮어지고 있었다

쌍수 προσήἰκαζεσθον

(너희 둘은) 닮어지고 있었다

προσηῖ̓καζεσθην

(그 둘은) 닮어지고 있었다

복수 προσηῖ̓καζομεθα

(우리는) 닮어지고 있었다

προσήἰκαζεσθε

(너희는) 닮어지고 있었다

προσήἰκαζοντο

(그들은) 닮어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσῆἰκασα

(나는) 닮았다

προσῆἰκασας

(너는) 닮았다

προσῆἰκασεν*

(그는) 닮았다

쌍수 προσήἰκασατον

(너희 둘은) 닮았다

προσηῖ̓κασατην

(그 둘은) 닮았다

복수 προσήἰκασαμεν

(우리는) 닮았다

προσήἰκασατε

(너희는) 닮았다

προσῆἰκασαν

(그들은) 닮았다

접속법단수 προσεικάσω

(나는) 닮았자

προσεικάσῃς

(너는) 닮았자

προσεικάσῃ

(그는) 닮았자

쌍수 προσεικάσητον

(너희 둘은) 닮았자

προσεικάσητον

(그 둘은) 닮았자

복수 προσεικάσωμεν

(우리는) 닮았자

προσεικάσητε

(너희는) 닮았자

προσεικάσωσιν*

(그들은) 닮았자

기원법단수 προσεικάσαιμι

(나는) 닮았기를 (바라다)

προσεικάσαις

(너는) 닮았기를 (바라다)

προσεικάσαι

(그는) 닮았기를 (바라다)

쌍수 προσεικάσαιτον

(너희 둘은) 닮았기를 (바라다)

προσεικασαίτην

(그 둘은) 닮았기를 (바라다)

복수 προσεικάσαιμεν

(우리는) 닮았기를 (바라다)

προσεικάσαιτε

(너희는) 닮았기를 (바라다)

προσεικάσαιεν

(그들은) 닮았기를 (바라다)

명령법단수 προσείκασον

(너는) 닮았어라

προσεικασάτω

(그는) 닮았어라

쌍수 προσεικάσατον

(너희 둘은) 닮았어라

προσεικασάτων

(그 둘은) 닮았어라

복수 προσεικάσατε

(너희는) 닮았어라

προσεικασάντων

(그들은) 닮았어라

부정사 προσεικάσαι

닮았는 것

분사 남성여성중성
προσεικασᾱς

προσεικασαντος

προσεικασᾱσα

προσεικασᾱσης

προσεικασαν

προσεικασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσηῖ̓κασαμην

(나는) 닮어졌다

προσήἰκασω

(너는) 닮어졌다

προσήἰκασατο

(그는) 닮어졌다

쌍수 προσήἰκασασθον

(너희 둘은) 닮어졌다

προσηῖ̓κασασθην

(그 둘은) 닮어졌다

복수 προσηῖ̓κασαμεθα

(우리는) 닮어졌다

προσήἰκασασθε

(너희는) 닮어졌다

προσήἰκασαντο

(그들은) 닮어졌다

접속법단수 προσεικάσωμαι

(나는) 닮어졌자

προσεικάσῃ

(너는) 닮어졌자

προσεικάσηται

(그는) 닮어졌자

쌍수 προσεικάσησθον

(너희 둘은) 닮어졌자

προσεικάσησθον

(그 둘은) 닮어졌자

복수 προσεικασώμεθα

(우리는) 닮어졌자

προσεικάσησθε

(너희는) 닮어졌자

προσεικάσωνται

(그들은) 닮어졌자

기원법단수 προσεικασαίμην

(나는) 닮어졌기를 (바라다)

προσεικάσαιο

(너는) 닮어졌기를 (바라다)

προσεικάσαιτο

(그는) 닮어졌기를 (바라다)

쌍수 προσεικάσαισθον

(너희 둘은) 닮어졌기를 (바라다)

προσεικασαίσθην

(그 둘은) 닮어졌기를 (바라다)

복수 προσεικασαίμεθα

(우리는) 닮어졌기를 (바라다)

προσεικάσαισθε

(너희는) 닮어졌기를 (바라다)

προσεικάσαιντο

(그들은) 닮어졌기를 (바라다)

명령법단수 προσείκασαι

(너는) 닮어졌어라

προσεικασάσθω

(그는) 닮어졌어라

쌍수 προσεικάσασθον

(너희 둘은) 닮어졌어라

προσεικασάσθων

(그 둘은) 닮어졌어라

복수 προσεικάσασθε

(너희는) 닮어졌어라

προσεικασάσθων

(그들은) 닮어졌어라

부정사 προσεικάσεσθαι

닮어졌는 것

분사 남성여성중성
προσεικασαμενος

προσεικασαμενου

προσεικασαμενη

προσεικασαμενης

προσεικασαμενον

προσεικασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ προσεικάζει μέ τῳ; (Euripides, episode 3:15)

    (에우리피데스, episode 3:15)

  • οὐ κομπάσαιμ’ ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκροσ εἶναι, κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε. (Aeschylus, Agamemnon, choral, antistrophe 56)

    (아이스킬로스, 아가멤논, choral, antistrophe 56)

  • δεῖ ἄρα, ἔφη, τὸν ἀνδριαντοποιὸν τὰ τῆσ ψυχῆσ ἔργα τῷ εἴδει προσεικάζειν. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 10 10:6)

    (크세노폰, Memorabilia, , chapter 10 10:6)

  • ὥστε ταύτῃ γε οὐδὲ οἶκον δοκοῦσί μοι ὀκνῆσαι ἂν ἀποφήνασθαι τοῦ Διὸσ τὸν ἅπαντα κόσμον, εἴπερ ἐστὶ πατὴρ τῶν ἐν αὐτῷ, καὶ νὴ Δία πόλιν, ὥσπερ ἡμεῖσ προσεικάζομεν κατὰ τὴν μείζονα ἀρχήν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 65:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 65:2)

  • ὅμωσ δὲ καὶ ταύτην τὴν κίνησιν ἡνιοχήσει προσεικάζειν τολμῶσιν ἐλάσει τε ἁρ́ματοσ, ἀτοπωτέρασ δεόμενοι τῆσ εἰκόνοσ· (Dio, Chrysostom, Orationes, 89:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 89:1)

유의어

  1. 닮다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION