헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξεικάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξεικάζω ἐξεικάσω

형태분석: ἐξ (접두사) + εἰκάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 맞추다, 적응시키다, 적응하다, 제공하다, 빌려 주다, 수용하다, 응하다
  1. to make like, to adapt, was like, mere semblances, portrayed, represented by a portrait-mask

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεικάζω

(나는) 맞춘다

ἐξεικάζεις

(너는) 맞춘다

ἐξεικάζει

(그는) 맞춘다

쌍수 ἐξεικάζετον

(너희 둘은) 맞춘다

ἐξεικάζετον

(그 둘은) 맞춘다

복수 ἐξεικάζομεν

(우리는) 맞춘다

ἐξεικάζετε

(너희는) 맞춘다

ἐξεικάζουσιν*

(그들은) 맞춘다

접속법단수 ἐξεικάζω

(나는) 맞추자

ἐξεικάζῃς

(너는) 맞추자

ἐξεικάζῃ

(그는) 맞추자

쌍수 ἐξεικάζητον

(너희 둘은) 맞추자

ἐξεικάζητον

(그 둘은) 맞추자

복수 ἐξεικάζωμεν

(우리는) 맞추자

ἐξεικάζητε

(너희는) 맞추자

ἐξεικάζωσιν*

(그들은) 맞추자

기원법단수 ἐξεικάζοιμι

(나는) 맞추기를 (바라다)

ἐξεικάζοις

(너는) 맞추기를 (바라다)

ἐξεικάζοι

(그는) 맞추기를 (바라다)

쌍수 ἐξεικάζοιτον

(너희 둘은) 맞추기를 (바라다)

ἐξεικαζοίτην

(그 둘은) 맞추기를 (바라다)

복수 ἐξεικάζοιμεν

(우리는) 맞추기를 (바라다)

ἐξεικάζοιτε

(너희는) 맞추기를 (바라다)

ἐξεικάζοιεν

(그들은) 맞추기를 (바라다)

명령법단수 ἐξείκαζε

(너는) 맞추어라

ἐξεικαζέτω

(그는) 맞추어라

쌍수 ἐξεικάζετον

(너희 둘은) 맞추어라

ἐξεικαζέτων

(그 둘은) 맞추어라

복수 ἐξεικάζετε

(너희는) 맞추어라

ἐξεικαζόντων, ἐξεικαζέτωσαν

(그들은) 맞추어라

부정사 ἐξεικάζειν

맞추는 것

분사 남성여성중성
ἐξεικαζων

ἐξεικαζοντος

ἐξεικαζουσα

ἐξεικαζουσης

ἐξεικαζον

ἐξεικαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεικάζομαι

(나는) 맞춰진다

ἐξεικάζει, ἐξεικάζῃ

(너는) 맞춰진다

ἐξεικάζεται

(그는) 맞춰진다

쌍수 ἐξεικάζεσθον

(너희 둘은) 맞춰진다

ἐξεικάζεσθον

(그 둘은) 맞춰진다

복수 ἐξεικαζόμεθα

(우리는) 맞춰진다

ἐξεικάζεσθε

(너희는) 맞춰진다

ἐξεικάζονται

(그들은) 맞춰진다

접속법단수 ἐξεικάζωμαι

(나는) 맞춰지자

ἐξεικάζῃ

(너는) 맞춰지자

ἐξεικάζηται

(그는) 맞춰지자

쌍수 ἐξεικάζησθον

(너희 둘은) 맞춰지자

ἐξεικάζησθον

(그 둘은) 맞춰지자

복수 ἐξεικαζώμεθα

(우리는) 맞춰지자

ἐξεικάζησθε

(너희는) 맞춰지자

ἐξεικάζωνται

(그들은) 맞춰지자

기원법단수 ἐξεικαζοίμην

(나는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐξεικάζοιο

(너는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐξεικάζοιτο

(그는) 맞춰지기를 (바라다)

쌍수 ἐξεικάζοισθον

(너희 둘은) 맞춰지기를 (바라다)

ἐξεικαζοίσθην

(그 둘은) 맞춰지기를 (바라다)

복수 ἐξεικαζοίμεθα

(우리는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐξεικάζοισθε

(너희는) 맞춰지기를 (바라다)

ἐξεικάζοιντο

(그들은) 맞춰지기를 (바라다)

명령법단수 ἐξεικάζου

(너는) 맞춰져라

ἐξεικαζέσθω

(그는) 맞춰져라

쌍수 ἐξεικάζεσθον

(너희 둘은) 맞춰져라

ἐξεικαζέσθων

(그 둘은) 맞춰져라

복수 ἐξεικάζεσθε

(너희는) 맞춰져라

ἐξεικαζέσθων, ἐξεικαζέσθωσαν

(그들은) 맞춰져라

부정사 ἐξεικάζεσθαι

맞춰지는 것

분사 남성여성중성
ἐξεικαζομενος

ἐξεικαζομενου

ἐξεικαζομενη

ἐξεικαζομενης

ἐξεικαζομενον

ἐξεικαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεικάσω

(나는) 맞추겠다

ἐξεικάσεις

(너는) 맞추겠다

ἐξεικάσει

(그는) 맞추겠다

쌍수 ἐξεικάσετον

(너희 둘은) 맞추겠다

ἐξεικάσετον

(그 둘은) 맞추겠다

복수 ἐξεικάσομεν

(우리는) 맞추겠다

ἐξεικάσετε

(너희는) 맞추겠다

ἐξεικάσουσιν*

(그들은) 맞추겠다

기원법단수 ἐξεικάσοιμι

(나는) 맞추겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοις

(너는) 맞추겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοι

(그는) 맞추겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξεικάσοιτον

(너희 둘은) 맞추겠기를 (바라다)

ἐξεικασοίτην

(그 둘은) 맞추겠기를 (바라다)

복수 ἐξεικάσοιμεν

(우리는) 맞추겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοιτε

(너희는) 맞추겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοιεν

(그들은) 맞추겠기를 (바라다)

부정사 ἐξεικάσειν

맞출 것

분사 남성여성중성
ἐξεικασων

ἐξεικασοντος

ἐξεικασουσα

ἐξεικασουσης

ἐξεικασον

ἐξεικασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεικάσομαι

(나는) 맞춰지겠다

ἐξεικάσει, ἐξεικάσῃ

(너는) 맞춰지겠다

ἐξεικάσεται

(그는) 맞춰지겠다

쌍수 ἐξεικάσεσθον

(너희 둘은) 맞춰지겠다

ἐξεικάσεσθον

(그 둘은) 맞춰지겠다

복수 ἐξεικασόμεθα

(우리는) 맞춰지겠다

ἐξεικάσεσθε

(너희는) 맞춰지겠다

ἐξεικάσονται

(그들은) 맞춰지겠다

기원법단수 ἐξεικασοίμην

(나는) 맞춰지겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοιο

(너는) 맞춰지겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοιτο

(그는) 맞춰지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐξεικάσοισθον

(너희 둘은) 맞춰지겠기를 (바라다)

ἐξεικασοίσθην

(그 둘은) 맞춰지겠기를 (바라다)

복수 ἐξεικασοίμεθα

(우리는) 맞춰지겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοισθε

(너희는) 맞춰지겠기를 (바라다)

ἐξεικάσοιντο

(그들은) 맞춰지겠기를 (바라다)

부정사 ἐξεικάσεσθαι

맞춰질 것

분사 남성여성중성
ἐξεικασομενος

ἐξεικασομενου

ἐξεικασομενη

ἐξεικασομενης

ἐξεικασομενον

ἐξεικασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξῆἰκαζον

(나는) 맞추고 있었다

ἐξῆἰκαζες

(너는) 맞추고 있었다

ἐξῆἰκαζεν*

(그는) 맞추고 있었다

쌍수 ἐξήἰκαζετον

(너희 둘은) 맞추고 있었다

ἐξηῖ̓καζετην

(그 둘은) 맞추고 있었다

복수 ἐξήἰκαζομεν

(우리는) 맞추고 있었다

ἐξήἰκαζετε

(너희는) 맞추고 있었다

ἐξῆἰκαζον

(그들은) 맞추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξηῖ̓καζομην

(나는) 맞춰지고 있었다

ἐξήἰκαζου

(너는) 맞춰지고 있었다

ἐξήἰκαζετο

(그는) 맞춰지고 있었다

쌍수 ἐξήἰκαζεσθον

(너희 둘은) 맞춰지고 있었다

ἐξηῖ̓καζεσθην

(그 둘은) 맞춰지고 있었다

복수 ἐξηῖ̓καζομεθα

(우리는) 맞춰지고 있었다

ἐξήἰκαζεσθε

(너희는) 맞춰지고 있었다

ἐξήἰκαζοντο

(그들은) 맞춰지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπιστάμεθα γὰρ δὴ τοὺσ διὰ φόβον ὑπηρετοῦντασ ὡσ ᾗ μάλιστ’ ἂν δύνωνται ἐξεικάζουσιν αὑτοὺσ ταῖσ τῶν φιλούντων ὑπουργίαισ. (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 39:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 1 39:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION