συγκρίνω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συγκρίνω
συγκρινῶ
형태분석:
συγ
(접두사)
+
κρίν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 비교하다, 평가하다, 측정하다, 비기다
- to compound
- to compare, to measure, estimate
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἡμεῖσ δ’ ὥσπερ ἤδη νικῶντα κακοδαιμονίᾳ τὸν ἄνθρωπον καὶ τῶν ἄλλων ἀθλιώτατον ζῴων ἀνηγορευμένον αὐτὸν αὑτῷ συγκρίνωμεν, εἰσ ἰδίων κακῶν ἀγῶνα σῶμα καὶ ψυχὴν διαιροῦντεσ, οὐκ ἀχρήστωσ ἀλλὰ καὶ πάνυ δεόντωσ, ἵνα μάθωμεν πότερον διὰ τὴν τύχην ἢ δι’ ἑαυτοὺσ ἀθλιώτερον ζῶμεν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 1 1:1)
(플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 1 1:1)
- ἡμεῖσ δ’ ὥσπερ ἤδη νικῶντα κακοδαιμονίᾳ τὸν ἄνθρωπον καὶ τῶν ἄλλων ἀθλιώτατον ζῴων ἀνηγορευμένον, αὐτὸν αὑτῷ συγκρίνωμεν, εἰσ ἰδίων κακῶν ἀγῶνα σῶμα καὶ ψυχὴν διαιροῦντεσ οὐκ ἀχρήστωσ ἀλλὰ καὶ πάνυ δεόντωσ, ἵνα μάθωμεν πότερον διὰ τὴν τύχην ἢ δι’ ἑαυτοὺσ ἀθλιώτερον ζῶμεν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 1 3:2)
(플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 1 3:2)
- διόπερ οὐ χρὴ θαυμάζειν, ἐάν τινα τῶν ἀρχαιολογουμένων μὴ συμφώνωσ ἅπασι τοῖσ ποιηταῖσ καὶ συγγραφεῦσι συγκρίνωμεν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 44 6:1)
(디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 44 6:1)
- Σκεψώμεθα δὴ καὶ τὴν αὐτοῦ τοῦ Τιμαίου προαίρεσιν, καὶ τὰσ ἀποφάσεισ συγκρίνωμεν ἐκ παραθέσεωσ, ἃσ πεποίηται περὶ τῆσ αὐτῆσ ἀποικίασ, ἵνα γνῶμεν πότεροσ ἄξιοσ ἔσται τῆσ τοιαύτησ κατηγορίασ. (Polybius, Histories, book 12, chapter 9 1:1)
(폴리비오스, Histories, book 12, chapter 9 1:1)
파생어
- ἀνακρίνω (심문하다, 의심쩍다, 질문하다)
- ἀποκρίνω (나누다, 분할하다, 가르다)
- διακρίνω (속하다, 갈라지다, 나누다)
- ἐγκρίνω (받아들이다, 받다, 승인하다)
- ἐκκρίνω (추방하다, 쫓아내다, 내쫓다)
- ἐκπροκρίνω (to choose out)
- ἐπιδιακρίνω (to decide as umpire)
- ἐπικρίνω (정하다, 결정하다, 판단하다)
- καθυποκρίνομαι (to subdue by histrionic arts, to pretend to be)
- κατακρίνω (경멸하다, 판결을 내리다)
- κρίνω (나누다, 분할하다, 분리하다)
- παρακρίνω (to draw up in line opposite, drawn up along)
- προκρίνω (고르다, 선택하다, 선호하다)