Ancient Greek-English Dictionary Language

συμποτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: συμποτικός συμποτική συμποτικόν

Structure: συμποτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from sumpo/ths

Sense

  1. of or for a sumpo/sion, convivial, jolly, suited for drinking songs, a jolly fellow

Examples

  • οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνο τὸ Φρύγιον τῆσ ὀρχήσεωσ εἶδοσ, τὸ παροίνιον καὶ συμποτικόν, μετὰ μέθησ γιγνόμενον ἀγροίκων πολλάκισ πρὸσ αὔλημα γυναικεῖον ὀρχουμένων σφοδρὰ καὶ καματηρὰ ^ πηδήματα, καὶ νῦν ἔτι ταῖσ ἀγροικίαισ ἐπιπολάζοντα,^ ὑπ’ ἀγνοίασ παρέλιπον, ἀλλ’ ὅτι μηδὲν ταῦτα τῇ νῦν ὀρχήσει κοινωνεῖ. (Lucian, De saltatione, (no name) 34:4)
  • "ἰδιώτησ γὰρ ἔγωγε τῶν τοιούτων καὶ ἄτεχνοσ, καὶ μάλιστα παραβαλλόμενοσ ἀνδράσι τέχνην τὸ πρᾶγμα πεποιημένοισ, ὥστε ^ καὶ ἀχάριστόσ εἰμι καὶ ἥκιστα συμποτικόσ, οὐδ’ ὅσον γέλωτα ποιῆσαι δυνάμενοσ. (Lucian, De mercede, (no name) 30:6)
  • Ἄνθρωπον εἶναι χρηστόν, ὦ Ἥρα, καὶ συμποτικόν· (Lucian, Dialogi deorum, 1:2)
  • συμποτικὰ τὰ πράγματα. (Aristophanes, Acharnians, Episode 1:54)
  • ἀντιπεμπέτω δὲ ὁ πένησ τῷ πλουσίῳ ὁ μὲν πεπαιδευμένοσ βιβλίον τῶν παλαιῶν, εἴ τι εὔφημον καὶ συμποτικόν, ἢ αὐτοῦ σύγγραμμα ὁποῖον ἂν δύνηται, καὶ τοῦτο λαμβανέτω ὁ πλούσιοσ πάνυ φαιδρῷ τῷ προσώπῳ καὶ λαβὼν ἀναγινωσκέτω εὐθύσ, ἢν δὲ ἀπωθῆται ἢ ἀπορρίψῃ, ἴστω τῆ τῆσ ἁρ́πησ ἀπειλῇ ἔνοχοσ ὤν, κἂν πέμψῃ ὅσα ἐχρῆν· (Lucian, Saturnalia, 3:4)
  • ἦν ὁ κατάλογοσ οὗτοσ στρατιωτικόσ, φησί, μᾶλλον ἢ συμποτικόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 2 3:3)
  • οὕτωσ ὁ συμποτικὸσ λόγοσ οὐκ ἐᾷ διαφορεῖσθαι παντάπασιν ὑπὸ τοῦ οἴνου τοὺσ πίνοντασ; (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, chapter 0 11:2)
  • ἀλλὰ μὴν οὐδὲ συμποτικόσ εἰμί τισ οὐδὲ κοινὸσ ἐν ταῖσ τοιαύταισ συνουσίαισ, ὥστε ἀπό γε τούτου παρέχειν τοῖσ πλήθεσιν ἡδονήν· (Dio, Chrysostom, Orationes, 3:4)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION