κατεῖδον
동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κατεῖδον
형태분석:
어원: aor2 with no pres. in use, kaqora/w being used instead
뜻
- 내려다보다
- 인지하다, 알아차리다, 발견하다, 바라보다, 관찰하다
- to look down
- to look down upon, to behold, regard, perceive
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πρόδηλοσ γὰρ ἡ αἰτία τῆσ περὶ τὰ βιβλία σπουδῆσ, εἰ καὶ ὑπὸ νωθείασ ἐγὼ μὴ πάλαι κατεῖδον σοφὸν γάρ, ὡσ γοῦν οἰεί, τοῦτ’ ἐπινενόηκασ καὶ ἐλπίδασ οὐ μικρὰσ ἔχεισ περὶ τοῦ πράγματοσ, εἰ βασιλεὺσ μάθοι ταῦτα σοφὸσ ἀνήρ καὶ παιδείαν μάλιστα τιμῶν εἰ δὲ ταῦτα ὑπὲρ σοῦ ἐκεῖνοσ ἀκούσειεν, ὡσ ὠνῇ βιβλία καὶ συνάγεισ πολλά, πάντα ἐν βραχεῖ παρ’ αὐτοῦ ἔσεσθαί σοι νομίζεισ. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 22:4)
(루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 22:4)
- ἐπεὶ δὲ εἰσ ἄνδρασ τελεῖν ἤρξαντο καὶ κατεῖδον τὴν αἰδῶ, ὅση παρὰ τῶν πολλῶν ἐστιν τοῖσ ἑταίροισ τοῖσ ἐμοῖσ, καὶ ὡσ ἀνέχονται οἱ ἄνθρωποι τὴν παρρησίαν αὐτῶν καὶ χαίρουσιν θεραπευόμενοι καὶ συμβουλεύουσι πείθονται καὶ ἐπιτιμώντων ὑποπτήσσουσι, ταῦτα πάντα τυραννίδα οὐ μικρὰν ἡγοῦντο εἶναι. (Lucian, Fugitivi, (no name) 12:6)
(루키아노스, Fugitivi, (no name) 12:6)
- ἐπεὶ δὲ τὴν ὁδὸν ταύτην ῥᾴστην οὖσαν κατεῖδον καὶ διεκπαίσασ ἐπὶ τῷ ἄκρῳ ἐγενόμην ‐ ὑπῆρχε γάρ μοι, ὦ φίλη Ἀδράστεια, πάντα ἐκεῖνα ἃ προεῖπον ἐφόδια, τὸ θράσοσ, ἡ ἀμαθία, ἡ ἀναισχυντία ‐ πρῶτον μὲν οὐκέτι Ποθεινὸσ ὀνομάζομαι, ἀλλ’ ἤδη τοῖσ Διὸσ καὶ Λήδασ παισὶν ὁμώνυμοσ γεγένημαι. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:82)
(루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:82)
- κατεῖδον δὲ δύ’ Αἰάντε συνέδρω, τὸν Οἰλέωσ Τελαμῶνόσ τε γόνον, τὸν Σαλαμῖνοσ στέφανον· (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 12)
(에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 12)
- καὶ γὰρ παραβλέψασ τι μειρακίσκησ νῦν δὴ κατεῖδον καὶ μάλ’ εὐπροσώπου συμπαιστρίασ χιτωνίου παραρραγέν‐ τοσ τιτθίον προκύψαν. (Aristophanes, Frogs, Parodos, strophe 31)
(아리스토파네스, Frogs, Parodos, strophe 31)
유의어
-
내려다보다
- καθοράω (내려다보다)
- ἐκκατεῖδον (to look down from)
- καταβλέπω (to look down at)
- καθοράω (얕보다, 우습게 보다)
- καταδέρκομαι (얕보다, 우습게 보다)
- ὑπεροράω (간과하다, 살피다, 조사하다)
- λεύσσω (바라보다, 보다, 응시하다)
- προσλεύσσω (to look on or at)
- σκοπέω (찾다, 구하다)
- ἀναβλέπω (올려다 보다, 쳐다보다)
- ἐπιτηρέω (찾다, 감시하다)
- ἀναδέρκομαι (to look up)
- εἰσανεῖδον (to look up to)
- εἶδον (바라보다, 보다, 응시하다)
- εἶδον (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- βλέπω (바라보다)
- ἀνοράω (to look up)
- ὑπερφρονέω (경멸하다, 깔보다, 얕보다)
- ἐπικαταβαίνω (to go down to)
- καταφρονέω (to look down on, think slightly of)
-
인지하다
- ἐπεῖδον (바라보다, 인지하다, 발견하다)
- ἐπιδέρκομαι (바라보다, 인지하다, 발견하다)
- λάω (보다, 바라보다, 인지하다)
- ὁράω (인지하다, 알아차리다, 발견하다)
- καθοράω (얕보다, 우습게 보다)
- καταδέρκομαι (얕보다, 우습게 보다)