헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναβλέπω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναβλέπω ἀναβλέψω ἀνέβλεψα

형태분석: ἀνα (접두사) + βλέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 찾아보다
  2. 올려다 보다, 쳐다보다
  1. to look up, especially as a mark of confidence
  2. (with accusative) to look up at
  3. (with cognate accusative)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβλέπω

(나는) 찾아본다

ἀναβλέπεις

(너는) 찾아본다

ἀναβλέπει

(그는) 찾아본다

쌍수 ἀναβλέπετον

(너희 둘은) 찾아본다

ἀναβλέπετον

(그 둘은) 찾아본다

복수 ἀναβλέπομεν

(우리는) 찾아본다

ἀναβλέπετε

(너희는) 찾아본다

ἀναβλέπουσιν*

(그들은) 찾아본다

접속법단수 ἀναβλέπω

(나는) 찾아보자

ἀναβλέπῃς

(너는) 찾아보자

ἀναβλέπῃ

(그는) 찾아보자

쌍수 ἀναβλέπητον

(너희 둘은) 찾아보자

ἀναβλέπητον

(그 둘은) 찾아보자

복수 ἀναβλέπωμεν

(우리는) 찾아보자

ἀναβλέπητε

(너희는) 찾아보자

ἀναβλέπωσιν*

(그들은) 찾아보자

기원법단수 ἀναβλέποιμι

(나는) 찾아보기를 (바라다)

ἀναβλέποις

(너는) 찾아보기를 (바라다)

ἀναβλέποι

(그는) 찾아보기를 (바라다)

쌍수 ἀναβλέποιτον

(너희 둘은) 찾아보기를 (바라다)

ἀναβλεποίτην

(그 둘은) 찾아보기를 (바라다)

복수 ἀναβλέποιμεν

(우리는) 찾아보기를 (바라다)

ἀναβλέποιτε

(너희는) 찾아보기를 (바라다)

ἀναβλέποιεν

(그들은) 찾아보기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβλέπε

(너는) 찾아봐라

ἀναβλεπέτω

(그는) 찾아봐라

쌍수 ἀναβλέπετον

(너희 둘은) 찾아봐라

ἀναβλεπέτων

(그 둘은) 찾아봐라

복수 ἀναβλέπετε

(너희는) 찾아봐라

ἀναβλεπόντων, ἀναβλεπέτωσαν

(그들은) 찾아봐라

부정사 ἀναβλέπειν

찾아보는 것

분사 남성여성중성
ἀναβλεπων

ἀναβλεποντος

ἀναβλεπουσα

ἀναβλεπουσης

ἀναβλεπον

ἀναβλεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναβλέπομαι

(나는) 찾아보인다

ἀναβλέπει, ἀναβλέπῃ

(너는) 찾아보인다

ἀναβλέπεται

(그는) 찾아보인다

쌍수 ἀναβλέπεσθον

(너희 둘은) 찾아보인다

ἀναβλέπεσθον

(그 둘은) 찾아보인다

복수 ἀναβλεπόμεθα

(우리는) 찾아보인다

ἀναβλέπεσθε

(너희는) 찾아보인다

ἀναβλέπονται

(그들은) 찾아보인다

접속법단수 ἀναβλέπωμαι

(나는) 찾아보이자

ἀναβλέπῃ

(너는) 찾아보이자

ἀναβλέπηται

(그는) 찾아보이자

쌍수 ἀναβλέπησθον

(너희 둘은) 찾아보이자

ἀναβλέπησθον

(그 둘은) 찾아보이자

복수 ἀναβλεπώμεθα

(우리는) 찾아보이자

ἀναβλέπησθε

(너희는) 찾아보이자

ἀναβλέπωνται

(그들은) 찾아보이자

기원법단수 ἀναβλεποίμην

(나는) 찾아보이기를 (바라다)

ἀναβλέποιο

(너는) 찾아보이기를 (바라다)

ἀναβλέποιτο

(그는) 찾아보이기를 (바라다)

쌍수 ἀναβλέποισθον

(너희 둘은) 찾아보이기를 (바라다)

ἀναβλεποίσθην

(그 둘은) 찾아보이기를 (바라다)

복수 ἀναβλεποίμεθα

(우리는) 찾아보이기를 (바라다)

ἀναβλέποισθε

(너희는) 찾아보이기를 (바라다)

ἀναβλέποιντο

(그들은) 찾아보이기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβλέπου

(너는) 찾아보여라

ἀναβλεπέσθω

(그는) 찾아보여라

쌍수 ἀναβλέπεσθον

(너희 둘은) 찾아보여라

ἀναβλεπέσθων

(그 둘은) 찾아보여라

복수 ἀναβλέπεσθε

(너희는) 찾아보여라

ἀναβλεπέσθων, ἀναβλεπέσθωσαν

(그들은) 찾아보여라

부정사 ἀναβλέπεσθαι

찾아보이는 것

분사 남성여성중성
ἀναβλεπομενος

ἀναβλεπομενου

ἀναβλεπομενη

ἀναβλεπομενης

ἀναβλεπομενον

ἀναβλεπομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέβλεπον

(나는) 찾아보고 있었다

ἀνέβλεπες

(너는) 찾아보고 있었다

ἀνέβλεπεν*

(그는) 찾아보고 있었다

쌍수 ἀνεβλέπετον

(너희 둘은) 찾아보고 있었다

ἀνεβλεπέτην

(그 둘은) 찾아보고 있었다

복수 ἀνεβλέπομεν

(우리는) 찾아보고 있었다

ἀνεβλέπετε

(너희는) 찾아보고 있었다

ἀνέβλεπον

(그들은) 찾아보고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεβλεπόμην

(나는) 찾아보이고 있었다

ἀνεβλέπου

(너는) 찾아보이고 있었다

ἀνεβλέπετο

(그는) 찾아보이고 있었다

쌍수 ἀνεβλέπεσθον

(너희 둘은) 찾아보이고 있었다

ἀνεβλεπέσθην

(그 둘은) 찾아보이고 있었다

복수 ἀνεβλεπόμεθα

(우리는) 찾아보이고 있었다

ἀνεβλέπεσθε

(너희는) 찾아보이고 있었다

ἀνεβλέποντο

(그들은) 찾아보이고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέβλεψα

(나는) 찾아봤다

ἀνέβλεψας

(너는) 찾아봤다

ἀνέβλεψεν*

(그는) 찾아봤다

쌍수 ἀνεβλέψατον

(너희 둘은) 찾아봤다

ἀνεβλεψάτην

(그 둘은) 찾아봤다

복수 ἀνεβλέψαμεν

(우리는) 찾아봤다

ἀνεβλέψατε

(너희는) 찾아봤다

ἀνέβλεψαν

(그들은) 찾아봤다

접속법단수 ἀναβλέψω

(나는) 찾아봤자

ἀναβλέψῃς

(너는) 찾아봤자

ἀναβλέψῃ

(그는) 찾아봤자

쌍수 ἀναβλέψητον

(너희 둘은) 찾아봤자

ἀναβλέψητον

(그 둘은) 찾아봤자

복수 ἀναβλέψωμεν

(우리는) 찾아봤자

ἀναβλέψητε

(너희는) 찾아봤자

ἀναβλέψωσιν*

(그들은) 찾아봤자

기원법단수 ἀναβλέψαιμι

(나는) 찾아봤기를 (바라다)

ἀναβλέψαις

(너는) 찾아봤기를 (바라다)

ἀναβλέψαι

(그는) 찾아봤기를 (바라다)

쌍수 ἀναβλέψαιτον

(너희 둘은) 찾아봤기를 (바라다)

ἀναβλεψαίτην

(그 둘은) 찾아봤기를 (바라다)

복수 ἀναβλέψαιμεν

(우리는) 찾아봤기를 (바라다)

ἀναβλέψαιτε

(너희는) 찾아봤기를 (바라다)

ἀναβλέψαιεν

(그들은) 찾아봤기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβλέψον

(너는) 찾아봤어라

ἀναβλεψάτω

(그는) 찾아봤어라

쌍수 ἀναβλέψατον

(너희 둘은) 찾아봤어라

ἀναβλεψάτων

(그 둘은) 찾아봤어라

복수 ἀναβλέψατε

(너희는) 찾아봤어라

ἀναβλεψάντων

(그들은) 찾아봤어라

부정사 ἀναβλέψαι

찾아봤는 것

분사 남성여성중성
ἀναβλεψᾱς

ἀναβλεψαντος

ἀναβλεψᾱσα

ἀναβλεψᾱσης

ἀναβλεψαν

ἀναβλεψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεβλεψάμην

(나는) 찾아보였다

ἀνεβλέψω

(너는) 찾아보였다

ἀνεβλέψατο

(그는) 찾아보였다

쌍수 ἀνεβλέψασθον

(너희 둘은) 찾아보였다

ἀνεβλεψάσθην

(그 둘은) 찾아보였다

복수 ἀνεβλεψάμεθα

(우리는) 찾아보였다

ἀνεβλέψασθε

(너희는) 찾아보였다

ἀνεβλέψαντο

(그들은) 찾아보였다

접속법단수 ἀναβλέψωμαι

(나는) 찾아보였자

ἀναβλέψῃ

(너는) 찾아보였자

ἀναβλέψηται

(그는) 찾아보였자

쌍수 ἀναβλέψησθον

(너희 둘은) 찾아보였자

ἀναβλέψησθον

(그 둘은) 찾아보였자

복수 ἀναβλεψώμεθα

(우리는) 찾아보였자

ἀναβλέψησθε

(너희는) 찾아보였자

ἀναβλέψωνται

(그들은) 찾아보였자

기원법단수 ἀναβλεψαίμην

(나는) 찾아보였기를 (바라다)

ἀναβλέψαιο

(너는) 찾아보였기를 (바라다)

ἀναβλέψαιτο

(그는) 찾아보였기를 (바라다)

쌍수 ἀναβλέψαισθον

(너희 둘은) 찾아보였기를 (바라다)

ἀναβλεψαίσθην

(그 둘은) 찾아보였기를 (바라다)

복수 ἀναβλεψαίμεθα

(우리는) 찾아보였기를 (바라다)

ἀναβλέψαισθε

(너희는) 찾아보였기를 (바라다)

ἀναβλέψαιντο

(그들은) 찾아보였기를 (바라다)

명령법단수 ἀναβλέψαι

(너는) 찾아보였어라

ἀναβλεψάσθω

(그는) 찾아보였어라

쌍수 ἀναβλέψασθον

(너희 둘은) 찾아보였어라

ἀναβλεψάσθων

(그 둘은) 찾아보였어라

복수 ἀναβλέψασθε

(너희는) 찾아보였어라

ἀναβλεψάσθων

(그들은) 찾아보였어라

부정사 ἀναβλέψεσθαι

찾아보였는 것

분사 남성여성중성
ἀναβλεψαμενος

ἀναβλεψαμενου

ἀναβλεψαμενη

ἀναβλεψαμενης

ἀναβλεψαμενον

ἀναβλεψαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ Ἰωνάθαν οὐκ ἀκηκόει ἐν τῷ ὁρκίζειν τὸν πατέρα αὐτοῦ τὸν λαόν. καὶ ἐξέτεινε τὸ ἄκρον τοῦ σκήπτρου αὐτοῦ τοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔβαψεν αὐτὸ εἰσ τὸ κηρίον τοῦ μέλιτοσ καὶ ἐπέστρεψε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰσ τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ ἀνέβλεψαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber I Samuelis 14:27)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 14:27)

  • καὶ ἦν ἐτῶν πεντηκονταοκτώ, ὅτε ἀπώλεσε τὰσ ὄψεισ, καὶ μετὰ ἔτη ὀκτὼ ἀνέβλεψε. καὶ ἐποίει ἐλεημοσύνασ καὶ προσέθετο φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν καὶ ἐξωμολογεῖτο αὐτῷ. (Septuagint, Liber Thobis 14:2)

    (70인역 성경, 토빗기 14:2)

  • καὶ τὰ κτήνη τοῦ πεδίου ἀνέβλεψαν πρὸσ σέ, ὅτι ἐξηράνθησαν ἀφέσεισ ὑδάτων καὶ πῦρ κατέφαγε τὰ ὡραῖα τῆσ ἐρήμου. (Septuagint, Prophetia Ioel 1:20)

    (70인역 성경, 요엘서 1:20)

  • ἀναβλέψατε εἰσ ὕψοσ τοὺσ ὀφθαλμοὺσ ὑμῶν καὶ ἴδετε, τίσ κατέδειξε ταῦτα πάντα̣ ὁ ἐκφέρων κατ̓ ἀριθμὸν τὸν κόσμον αὐτοῦ πάντασ ἐπ̓ ὀνόματι καλέσει. ἀπὸ πολλῆσ δόξησ καὶ ἐν κράτει ἰσχύοσ αὐτοῦ οὐδέν σε ἔλαθε. (Septuagint, Liber Isaiae 40:26)

    (70인역 성경, 이사야서 40:26)

  • Οἱ κωφοί, ἀκούσατε, καὶ οἱ τυφλοί, ἀναβλέψατε ἰδεῖν. (Septuagint, Liber Isaiae 42:18)

    (70인역 성경, 이사야서 42:18)

  • ἀναβλέπω τε δὴ καὶ ὁρῶ Ἀσκληπιὸν τὸν ἐν Περγάμῳ ἐνιδρυμένον ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἅμα τε ἀφυπνιζόμην ἐπὶ τούτοισ καὶ τὴν ὡρ́αν αἰσθάνομαι ταύτην ἐκείνην οὖσαν ἐν ᾗ ἐδόκουν ταῦτα ὁρᾶν. (Aristides, Aelius, Orationes, 14:21)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 14:21)

유의어

  1. 올려다 보다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION