헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθοράω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθοράω κατόψομαι κατώφθην κατῶμμαι

형태분석: κατ (접두사) + ὁρά (어간) + ω (인칭어미)

어원: for the aor2, v. katei=don

  1. 내려다보다
  2. 얕보다, 우습게 보다
  3. 인지하다, 알아차리다, 관찰하다
  4. 관찰하다, 살피다, 알아차리다
  5. 탐험하다, 취조하다
  1. to look down
  2. to look down upon
  3. to have within view, to perceive
  4. to look to, observe
  5. to explore

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθόρω

(나는) 내려다본다

καθόρᾳς

(너는) 내려다본다

καθόρᾳ

(그는) 내려다본다

쌍수 καθόρᾱτον

(너희 둘은) 내려다본다

καθόρᾱτον

(그 둘은) 내려다본다

복수 καθόρωμεν

(우리는) 내려다본다

καθόρᾱτε

(너희는) 내려다본다

καθόρωσιν*

(그들은) 내려다본다

접속법단수 καθόρω

(나는) 내려다보자

καθόρῃς

(너는) 내려다보자

καθόρῃ

(그는) 내려다보자

쌍수 καθόρητον

(너희 둘은) 내려다보자

καθόρητον

(그 둘은) 내려다보자

복수 καθόρωμεν

(우리는) 내려다보자

καθόρητε

(너희는) 내려다보자

καθόρωσιν*

(그들은) 내려다보자

기원법단수 καθόρῳμι

(나는) 내려다보기를 (바라다)

καθόρῳς

(너는) 내려다보기를 (바라다)

καθόρῳ

(그는) 내려다보기를 (바라다)

쌍수 καθόρῳτον

(너희 둘은) 내려다보기를 (바라다)

καθορῷτην

(그 둘은) 내려다보기를 (바라다)

복수 καθόρῳμεν

(우리는) 내려다보기를 (바라다)

καθόρῳτε

(너희는) 내려다보기를 (바라다)

καθόρῳεν

(그들은) 내려다보기를 (바라다)

명령법단수 καθο͂ρᾱ

(너는) 내려다봐라

καθορᾶτω

(그는) 내려다봐라

쌍수 καθόρᾱτον

(너희 둘은) 내려다봐라

καθορᾶτων

(그 둘은) 내려다봐라

복수 καθόρᾱτε

(너희는) 내려다봐라

καθορῶντων, καθορᾶτωσαν

(그들은) 내려다봐라

부정사 καθόρᾱν

내려다보는 것

분사 남성여성중성
καθορων

καθορωντος

καθορωσα

καθορωσης

καθορων

καθορωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθόρωμαι

(나는) 내려다보인다

καθόρᾳ

(너는) 내려다보인다

καθόρᾱται

(그는) 내려다보인다

쌍수 καθόρᾱσθον

(너희 둘은) 내려다보인다

καθόρᾱσθον

(그 둘은) 내려다보인다

복수 καθορῶμεθα

(우리는) 내려다보인다

καθόρᾱσθε

(너희는) 내려다보인다

καθόρωνται

(그들은) 내려다보인다

접속법단수 καθόρωμαι

(나는) 내려다보이자

καθόρῃ

(너는) 내려다보이자

καθόρηται

(그는) 내려다보이자

쌍수 καθόρησθον

(너희 둘은) 내려다보이자

καθόρησθον

(그 둘은) 내려다보이자

복수 καθορώμεθα

(우리는) 내려다보이자

καθόρησθε

(너희는) 내려다보이자

καθόρωνται

(그들은) 내려다보이자

기원법단수 καθορῷμην

(나는) 내려다보이기를 (바라다)

καθόρῳο

(너는) 내려다보이기를 (바라다)

καθόρῳτο

(그는) 내려다보이기를 (바라다)

쌍수 καθόρῳσθον

(너희 둘은) 내려다보이기를 (바라다)

καθορῷσθην

(그 둘은) 내려다보이기를 (바라다)

복수 καθορῷμεθα

(우리는) 내려다보이기를 (바라다)

καθόρῳσθε

(너희는) 내려다보이기를 (바라다)

καθόρῳντο

(그들은) 내려다보이기를 (바라다)

명령법단수 καθόρω

(너는) 내려다보여라

καθορᾶσθω

(그는) 내려다보여라

쌍수 καθόρᾱσθον

(너희 둘은) 내려다보여라

καθορᾶσθων

(그 둘은) 내려다보여라

복수 καθόρᾱσθε

(너희는) 내려다보여라

καθορᾶσθων, καθορᾶσθωσαν

(그들은) 내려다보여라

부정사 καθόρᾱσθαι

내려다보이는 것

분사 남성여성중성
καθορωμενος

καθορωμενου

καθορωμενη

καθορωμενης

καθορωμενον

καθορωμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθῶρων

(나는) 내려다보고 있었다

καθῶρᾱς

(너는) 내려다보고 있었다

καθῶρᾱν*

(그는) 내려다보고 있었다

쌍수 καθώρᾱτον

(너희 둘은) 내려다보고 있었다

καθωρᾶτην

(그 둘은) 내려다보고 있었다

복수 καθώρωμεν

(우리는) 내려다보고 있었다

καθώρᾱτε

(너희는) 내려다보고 있었다

καθῶρων

(그들은) 내려다보고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθωρῶμην

(나는) 내려다보이고 있었다

καθώρω

(너는) 내려다보이고 있었다

καθώρᾱτο

(그는) 내려다보이고 있었다

쌍수 καθώρᾱσθον

(너희 둘은) 내려다보이고 있었다

καθωρᾶσθην

(그 둘은) 내려다보이고 있었다

복수 καθωρῶμεθα

(우리는) 내려다보이고 있었다

καθώρᾱσθε

(너희는) 내려다보이고 있었다

καθώρωντο

(그들은) 내려다보이고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάτειδον

(나는) 내려다봤다

κάτειδες

(너는) 내려다봤다

κάτειδεν*

(그는) 내려다봤다

쌍수 κατεῖδετον

(너희 둘은) 내려다봤다

κατείδετην

(그 둘은) 내려다봤다

복수 κατεῖδομεν

(우리는) 내려다봤다

κατεῖδετε

(너희는) 내려다봤다

κάτειδον

(그들은) 내려다봤다

명령법단수 κατίδε

(너는) 내려다봤어라

κατιδέτω

(그는) 내려다봤어라

쌍수 κατίδετον

(너희 둘은) 내려다봤어라

κατιδέτων

(그 둘은) 내려다봤어라

복수 κατίδετε

(너희는) 내려다봤어라

κατιδόντων

(그들은) 내려다봤어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐξάρασ Βαλαὰμ τοὺσ ὀφθαλμοὺσ αὐτοῦ καθορᾷ τὸν Ἰσραὴλ ἐστρατοπεδευκότα κατὰ φυλάσ, καὶ ἐγένετο πνεῦμα Θεοῦ ἐν αὐτῷ, (Septuagint, Liber Numeri 24:2)

    (70인역 성경, 민수기 24:2)

  • ἦ ὥσπερ βροτὸσ ὁρᾷ καθορᾷσ ἢ καθὼσ ὁρᾷ ἄνθρωποσ βλέψῃ̣ (Septuagint, Liber Iob 10:4)

    (70인역 성경, 욥기 10:4)

  • ὁ μὲν δὴ πολὺσ ὅμιλοσ, οὓσ ἰδιώτασ οἱ σοφοὶ καλοῦσιν, Ὁμήρῳ τε καὶ Ἡσιόδῳ καὶ τοῖσ ἄλλοισ μυθοποιοῖσ περὶ τούτων πειθόμενοι καὶ νόμον θέμενοι τὴν ποίησιν αὐτῶν, τόπον τινα ὑπὸ τῇ γῇ βαθὺν Αἳδην ὑπειλήφασιν, μέγαν δὲ καὶ πολύχωρον τοῦτον εἶναι καὶ ζοφερὸν καὶ ἀνήλιον, οὐκ οἶδ’ ὅπωσ αὐτοῖσ φωτίζεσθαι δοκοῦντα πρὸσ τὸ καὶ καθορᾶν τῶν ἐνόντων ἕκαστον βασιλεύειν δὲ τοῦ χάσματοσ ἀδελφὸν τοῦ Διὸσ Πλούτωνα κεκλημένον, ὥσ μοι τῶν τὰ τοιαῦτα δεινῶν τισ ἔλεγε, διὰ τὸ πλουτεῖν τοῖσ νεκροῖσ τῇ προσηγορίᾳ τετιμημένον. (Lucian, (no name) 2:1)

    (루키아노스, (no name) 2:1)

  • εἰ γοῦν ᾔδεσαν ὁπόσα τῶν ἀνθρώπων ἕνεκα πάσχομεν, οὐκ ἂν ἡμᾶσ τοῦ νέκταροσ ἢ τῆσ ἀμβροσίασ ἐμακάριζον Ὁμήρῳ πιστεύσαντεσ ἀνδρὶ τυφλῷ καὶ γόητι, μάκαρασ ἡμᾶσ καλοῦντι καὶ τὰ ἐν οὐρανῷ διηγουμένῳ, ὃσ οὐδὲ τὰ ἐν τῇ γῇ καθορᾶν ἐδύνατο. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 1:2)

  • μεθ’ οὓσ τὸ σοφιστῶν φῦλον οὐκ οἶδ’ ὅπωσ μοι παρενεφύετο, οὔτε ζηλοῦν τἀμὰ ἐσ βάθοσ οὔτε κομιδῇ ἀπᾷδον, ἀλλ’ οἱο͂ν τὸ Ἱπποκενταύρων γένοσ, σύνθετόν τι καὶ μικτὸν ^ ἐν μέσῳ ἀλαζονείασ καὶ φιλοσοφίασ πλαζόμενον, οὔτε τῇ ἀγνοίᾳ τέλεον προσεχόμενον οὔτε ἡμᾶσ ἀτενέσι τοῖσ ὀφθαλμοῖσ καθορᾶν δυνάμενον, ἀλλ’ οἱο͂ν λημῶντεσ ὑπὸ τοῦ ἀμβλυώττειν ἀσαφέσ τι καὶ ἀμυδρὸν ἡμῶν εἴδωλον ἢ σκιὰν ἐνίοτε ἰδόντεσ ἄν· (Lucian, Fugitivi, (no name) 10:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 10:1)

유의어

  1. 내려다보다

  2. 얕보다

  3. 관찰하다

  4. 탐험하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION