κατεῖδον
동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κατεῖδον
형태분석:
어원: aor2 with no pres. in use, kaqora/w being used instead
뜻
- 내려다보다
- 인지하다, 알아차리다, 발견하다, 바라보다, 관찰하다
- to look down
- to look down upon, to behold, regard, perceive
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὤφθη δὲ μᾶλλον ἢ κατεῖδε μαινάδασ. (Euripides, episode, lyric 3:6)
(에우리피데스, episode, lyric 3:6)
- καὶ τούτουσ Νέαρχοσ ὡσ ὑπομένοντάσ τε καὶ παρατεταγμένουσ κατεῖδε, τὰσ μὲν νέασ ἀνακωχεύειν κελεύει ἐντὸσ βέλεοσ, ὡσ τὰ τοξεύματα ἐσ τὴν γῆν ἀπ̓ αὐτέων ἐξικνέεσθαι· (Arrian, Indica, chapter 24 4:1)
(아리아노스, Indica, chapter 24 4:1)
- ἐπεὶ δὲ τῶν τε χωρίων ἀνωμάλων ὄντων, καὶ διὰ τὸ μῆκοσ τῆσ παρατάξεωσ οὐ φυλαττούσησ ἀραρότα τὸν συνασπισμόν, κατεῖδε τὴν φάλαγγα τῶν Μακεδόνων κλάσεισ τε πολλὰσ καὶ διασπάσματα λαμβάνουσαν, ὡσ εἰκὸσ ἐν μεγάλοισ στρατοῖσ καὶ ποικίλαισ ὁρμαῖσ τῶν μαχομένων, τοῖσ μὲν ἐκθλιβομένην μέρεσι, τοῖσ δὲ προπίπτουσαν, ἐπιὼν ὀξέωσ καὶ διαιρῶν τὰσ σπείρασ ἐκέλευεν εἰσ τὰ διαλείμματα καὶ κενώματα τῆσ τῶν πολεμίων τάξεωσ παρεμπίπτοντασ καὶ συμπλεκομένουσ μὴ μίαν πρὸσ ἅπαντασ, ἀλλὰ πολλὰσ καὶ μεμιγμένασ κατά μέροσ τὰσ μάχασ τίθεσθαι. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 20 4:1)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 20 4:1)
- ὁ δὲ μέγασ μὲν ὢν ἐφ’ ἑαυτοῦ, μεγάλῃ δ’ ἀεὶ τῇ παρὰ τοῦ δήμου χάριτι καὶ σπουδῇ κεχρημένοσ, ὡσ οὖν ἐμβάλλοντοσ εἰσ ἀγορὰν τοῦ Σκηπίωνοσ κατεῖδε παρὰ πλευρὰν ὁ Ἄππιοσ ἀνθρώπουσ ἀγεννεῖσ καὶ δεδουλευκότασ, ἀγοραίουσ δὲ καὶ δυναμένουσ ὄχλον συναγαγεῖν καὶ σπουδαρχίᾳ καὶ κραυγῇ πάντα πράγματα βιάσασθαι, μέγα βοήσασ· (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)
(플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 38 3:3)
- ἐπεὶ δὲ προϊὼν καὶ γενόμενοσ ἐν Κορωνείᾳ κατεῖδε τοὺσ πολεμίουσ καὶ κατώφθη, παρετάξατο δοὺσ Ὀρχομενίοισ τὸ εὐώνυμον κέρασ, αὐτὸσ δὲ τὸ δεξιὸν ἐπῆγεν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 18 1:1)
(플루타르코스, Agesilaus, chapter 18 1:1)
유의어
-
내려다보다
- καθοράω (내려다보다)
- ἐκκατεῖδον (to look down from)
- καταβλέπω (to look down at)
- καθοράω (얕보다, 우습게 보다)
- καταδέρκομαι (얕보다, 우습게 보다)
- ὑπεροράω (간과하다, 살피다, 조사하다)
- λεύσσω (바라보다, 보다, 응시하다)
- προσλεύσσω (to look on or at)
- σκοπέω (찾다, 구하다)
- ἀναβλέπω (올려다 보다, 쳐다보다)
- ἐπιτηρέω (찾다, 감시하다)
- ἀναδέρκομαι (to look up)
- εἰσανεῖδον (to look up to)
- εἶδον (바라보다, 보다, 응시하다)
- εἶδον (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- βλέπω (바라보다)
- ἀνοράω (to look up)
- ὑπερφρονέω (경멸하다, 깔보다, 얕보다)
- ἐπικαταβαίνω (to go down to)
- καταφρονέω (to look down on, think slightly of)
-
인지하다
- ἐπεῖδον (바라보다, 인지하다, 발견하다)
- ἐπιδέρκομαι (바라보다, 인지하다, 발견하다)
- λάω (보다, 바라보다, 인지하다)
- ὁράω (인지하다, 알아차리다, 발견하다)
- καθοράω (얕보다, 우습게 보다)
- καταδέρκομαι (얕보다, 우습게 보다)