헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιμένω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιμένω ἐπιμενῶ ἐπέμεινα

형태분석: ἐπι (접두사) + μέν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 기다리다, 머무르다, 묵다, 남다
  2. 계속하다, 유지하다
  3. 거주하다, 지키다
  4. 기다리다, 기대하다
  1. to stay on, tarry or abide still, wait
  2. to remain in place, continue as they are, to keep his seat
  3. to continue
  4. to abide by
  5. to await

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιμένω

(나는) 기다린다

ἐπιμένεις

(너는) 기다린다

ἐπιμένει

(그는) 기다린다

쌍수 ἐπιμένετον

(너희 둘은) 기다린다

ἐπιμένετον

(그 둘은) 기다린다

복수 ἐπιμένομεν

(우리는) 기다린다

ἐπιμένετε

(너희는) 기다린다

ἐπιμένουσιν*

(그들은) 기다린다

접속법단수 ἐπιμένω

(나는) 기다리자

ἐπιμένῃς

(너는) 기다리자

ἐπιμένῃ

(그는) 기다리자

쌍수 ἐπιμένητον

(너희 둘은) 기다리자

ἐπιμένητον

(그 둘은) 기다리자

복수 ἐπιμένωμεν

(우리는) 기다리자

ἐπιμένητε

(너희는) 기다리자

ἐπιμένωσιν*

(그들은) 기다리자

기원법단수 ἐπιμένοιμι

(나는) 기다리기를 (바라다)

ἐπιμένοις

(너는) 기다리기를 (바라다)

ἐπιμένοι

(그는) 기다리기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμένοιτον

(너희 둘은) 기다리기를 (바라다)

ἐπιμενοίτην

(그 둘은) 기다리기를 (바라다)

복수 ἐπιμένοιμεν

(우리는) 기다리기를 (바라다)

ἐπιμένοιτε

(너희는) 기다리기를 (바라다)

ἐπιμένοιεν

(그들은) 기다리기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμένε

(너는) 기다려라

ἐπιμενέτω

(그는) 기다려라

쌍수 ἐπιμένετον

(너희 둘은) 기다려라

ἐπιμενέτων

(그 둘은) 기다려라

복수 ἐπιμένετε

(너희는) 기다려라

ἐπιμενόντων, ἐπιμενέτωσαν

(그들은) 기다려라

부정사 ἐπιμένειν

기다리는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμενων

ἐπιμενοντος

ἐπιμενουσα

ἐπιμενουσης

ἐπιμενον

ἐπιμενοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιμένομαι

ἐπιμένει, ἐπιμένῃ

ἐπιμένεται

쌍수 ἐπιμένεσθον

ἐπιμένεσθον

복수 ἐπιμενόμεθα

ἐπιμένεσθε

ἐπιμένονται

접속법단수 ἐπιμένωμαι

ἐπιμένῃ

ἐπιμένηται

쌍수 ἐπιμένησθον

ἐπιμένησθον

복수 ἐπιμενώμεθα

ἐπιμένησθε

ἐπιμένωνται

기원법단수 ἐπιμενοίμην

ἐπιμένοιο

ἐπιμένοιτο

쌍수 ἐπιμένοισθον

ἐπιμενοίσθην

복수 ἐπιμενοίμεθα

ἐπιμένοισθε

ἐπιμένοιντο

명령법단수 ἐπιμένου

ἐπιμενέσθω

쌍수 ἐπιμένεσθον

ἐπιμενέσθων

복수 ἐπιμένεσθε

ἐπιμενέσθων, ἐπιμενέσθωσαν

부정사 ἐπιμένεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπιμενομενος

ἐπιμενομενου

ἐπιμενομενη

ἐπιμενομενης

ἐπιμενομενον

ἐπιμενομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέμενον

(나는) 기다리고 있었다

ἐπέμενες

(너는) 기다리고 있었다

ἐπέμενεν*

(그는) 기다리고 있었다

쌍수 ἐπεμένετον

(너희 둘은) 기다리고 있었다

ἐπεμενέτην

(그 둘은) 기다리고 있었다

복수 ἐπεμένομεν

(우리는) 기다리고 있었다

ἐπεμένετε

(너희는) 기다리고 있었다

ἐπέμενον

(그들은) 기다리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμενόμην

ἐπεμένου

ἐπεμένετο

쌍수 ἐπεμένεσθον

ἐπεμενέσθην

복수 ἐπεμενόμεθα

ἐπεμένεσθε

ἐπεμένοντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέμεινα

(나는) 기다렸다

ἐπέμεινας

(너는) 기다렸다

ἐπέμεινεν*

(그는) 기다렸다

쌍수 ἐπεμείνατον

(너희 둘은) 기다렸다

ἐπεμεινάτην

(그 둘은) 기다렸다

복수 ἐπεμείναμεν

(우리는) 기다렸다

ἐπεμείνατε

(너희는) 기다렸다

ἐπέμειναν

(그들은) 기다렸다

접속법단수 ἐπιμείνω

(나는) 기다렸자

ἐπιμείνῃς

(너는) 기다렸자

ἐπιμείνῃ

(그는) 기다렸자

쌍수 ἐπιμείνητον

(너희 둘은) 기다렸자

ἐπιμείνητον

(그 둘은) 기다렸자

복수 ἐπιμείνωμεν

(우리는) 기다렸자

ἐπιμείνητε

(너희는) 기다렸자

ἐπιμείνωσιν*

(그들은) 기다렸자

기원법단수 ἐπιμείναιμι

(나는) 기다렸기를 (바라다)

ἐπιμείναις

(너는) 기다렸기를 (바라다)

ἐπιμείναι

(그는) 기다렸기를 (바라다)

쌍수 ἐπιμείναιτον

(너희 둘은) 기다렸기를 (바라다)

ἐπιμειναίτην

(그 둘은) 기다렸기를 (바라다)

복수 ἐπιμείναιμεν

(우리는) 기다렸기를 (바라다)

ἐπιμείναιτε

(너희는) 기다렸기를 (바라다)

ἐπιμείναιεν

(그들은) 기다렸기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιμείνον

(너는) 기다렸어라

ἐπιμεινάτω

(그는) 기다렸어라

쌍수 ἐπιμείνατον

(너희 둘은) 기다렸어라

ἐπιμεινάτων

(그 둘은) 기다렸어라

복수 ἐπιμείνατε

(너희는) 기다렸어라

ἐπιμεινάντων

(그들은) 기다렸어라

부정사 ἐπιμείναι

기다렸는 것

분사 남성여성중성
ἐπιμεινᾱς

ἐπιμειναντος

ἐπιμεινᾱσα

ἐπιμεινᾱσης

ἐπιμειναν

ἐπιμειναντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεμεινάμην

ἐπεμείνω

ἐπεμείνατο

쌍수 ἐπεμείνασθον

ἐπεμεινάσθην

복수 ἐπεμεινάμεθα

ἐπεμείνασθε

ἐπεμείναντο

접속법단수 ἐπιμείνωμαι

ἐπιμείνῃ

ἐπιμείνηται

쌍수 ἐπιμείνησθον

ἐπιμείνησθον

복수 ἐπιμεινώμεθα

ἐπιμείνησθε

ἐπιμείνωνται

기원법단수 ἐπιμειναίμην

ἐπιμείναιο

ἐπιμείναιτο

쌍수 ἐπιμείναισθον

ἐπιμειναίσθην

복수 ἐπιμειναίμεθα

ἐπιμείναισθε

ἐπιμείναιντο

명령법단수 ἐπιμείναι

ἐπιμεινάσθω

쌍수 ἐπιμείνασθον

ἐπιμεινάσθων

복수 ἐπιμείνασθε

ἐπιμεινάσθων

부정사 ἐπιμείνεσθαι

분사 남성여성중성
ἐπιμειναμενος

ἐπιμειναμενου

ἐπιμειναμενη

ἐπιμειναμενης

ἐπιμειναμενον

ἐπιμειναμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἂν δ’ ἐπιμένητε τοῖσ ἡμαρτημένοισ, οὐ περιστησόμεθα τὸν ὑπὲρ τῶν νόμων πόνον, ἀλλὰ περαιωσάμενοι τὸν Ιὄρδανον τούτοισ βοηθήσομεν καὶ πρὸ αὐτῶν τῷ θεῷ, μηδὲν ὑμᾶσ Χαναναίων διαφέρειν ὑπολαμβάνοντεσ ἀλλ’ ὁμοίωσ ἐκείνοισ διαφθείροντεσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 5 135:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 5 135:2)

유의어

  1. 기다리다

  2. 계속하다

  3. 거주하다

  4. 기다리다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION