ἐμπίπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐμπίπλημι
ἐμπλήσω
ἐμπέπληκα
Structure:
ἐμ
(Prefix)
+
πίπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Etym.: not e)mpi/mplhmi
Sense
- to fill quite full
- to fill full of
- to fill for oneself or what is one's own, he filled his, with
- to be filled full of, to take my fill of, to sate myself with, to be satiated
- to be filled with . .
- to eat one's fill
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἔστιν εἷσ, καὶ οὐκ ἔστι δεύτεροσ, καί γε υἱὸσ καί γε ἀδελφὸσ οὐκ ἔστιν αὐτῷ. καὶ οὐκ ἔστι πειρασμὸσ τῷ παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, καί γε ὀφθαλμὸσ αὐτοῦ οὐκ ἐμπίπλαται πλούτου. καί τίνι ἐγὼ μοχθῶ καὶ στερίσκω τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνησ̣ καί γε τοῦτο ματαιότησ καὶ περισπασμὸσ πονηρόσ ἐστι. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 4:8)
- πλεονέκτου ὀφθαλμὸσ οὐκ ἐμπίπλαται μερίδι, καὶ ἀδικία πονηρὰ ἀναξηραίνει ψυχήν. (Septuagint, Liber Sirach 14:9)
- ἐκοπίασε πλούσιοσ ἐν συναγωγῇ χρημάτων καὶ ἐν τῇ ἀναπαύσει ἐμπίπλαται τῶν τρυφημάτων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 31:3)
- "πρότερον δὲ τούσ τε Λυδῶν καὶ τοὺσ Μήδων καὶ ἔτι ἀνώτερον καὶ τοὺσ Σύρων οἷσ οὐδὲν γένοσ ἡδονῆσ ἀζήτητον γενέσθαι, ἀλλὰ καὶ δῶρα παρὰ τοῖσ Πέρσαισ προκεῖσθαι λέγεται τοῖσ δυναμένοισ ἐξευρίσκειν καινὴν ἡδονὴν καὶ μάλα ὀρθῶσ, ταχὺ γὰρ ἡ ἀνθρωπίνη φύσισ ἐμπίπλαται τῶν χρονιζουσῶν ἡδονῶν, κἂν ὦσιν σφόδρα διηκριβωμέναι· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 64 1:5)
- Αἵδου τινὲσ ἀνοίγονται πύλαι βαθεῖαι, καὶ ποταμοὶ πυρὸσ ὁμοῦ καὶ Στυγὸσ ἀπορρῶγεσ ἀνακεράννυνται , καὶ σκότοσ ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων τινῶν χαλεπὰσ μὲν ὄψεισ οἰκτρὰσ δὲ φωνὰσ ἐπιφερόντων, δικασταὶ δὲ καὶ κολασταὶ καὶ χάσματα καὶ μυχοὶ μυρίων κακῶν γέμοντεσ. (Plutarch, De superstitione, section 4 12:1)
Synonyms
-
to fill quite full
-
to fill full of
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- πληρόω (fill, make full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἀναπίμπλημι (having filled up the full measure)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐγχέω (to fill the)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- βρύω ( to be full of)
- γέμω (to be full of)
- γέμω (to be full)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)
-
to fill for oneself or what is one's own
- ἀνέχω (to hold up what is one's own)
- ἐμβάλλω (to throw in what is one's own)
- μεταβάλλω (to change what is one's own, to change one's)
- κατερέφω (to cover over, roof, to roof over for oneself or what is one's own)
- μετατίθημι (to change what is one's own or for oneself, to adopt a new)
-
to be filled full of
-
to be filled with
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- πίμπλημι (I fill an office)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
to eat one's fill