Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπίπλημι

-μι athematic Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπίπλημι ἐμπλήσω ἐμπέπληκα

Structure: ἐμ (Prefix) + πίπλᾱ (Stem) + μι (Ending)

Etym.: not e)mpi/mplhmi

Sense

  1. to fill quite full
  2. to fill full of
  3. to fill for oneself or what is one's own, he filled his, with
  4. to be filled full of, to take my fill of, to sate myself with, to be satiated
  5. to be filled with . .
  6. to eat one's fill

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπίπλημι ἐμπίπλης ἐμπίπλησιν*
Dual ἐμπίπλατον ἐμπίπλατον
Plural ἐμπίπλαμεν ἐμπίπλατε ἐμπιπλάᾱσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπιπλῶ ἐμπιπλῇς ἐμπιπλῇ
Dual ἐμπιπλῆτον ἐμπιπλῆτον
Plural ἐμπιπλῶμεν ἐμπιπλῆτε ἐμπιπλῶσιν*
OptativeSingular ἐμπιπλαίην ἐμπιπλαίης ἐμπιπλαίη
Dual ἐμπιπλαίητον ἐμπιπλαιήτην
Plural ἐμπιπλαίημεν ἐμπιπλαίητε ἐμπιπλαίησαν
ImperativeSingular ἐμπίπλᾱ ἐμπιπλάτω
Dual ἐμπίπλατον ἐμπιπλάτων
Plural ἐμπίπλατε ἐμπιπλάντων
Infinitive ἐμπιπλάναι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιπλᾱς ἐμπιπλαντος ἐμπιπλᾱσα ἐμπιπλᾱσης ἐμπιπλαν ἐμπιπλαντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπίπλαμαι ἐμπίπλασαι ἐμπίπλαται
Dual ἐμπίπλασθον ἐμπίπλασθον
Plural ἐμπιπλάμεθα ἐμπίπλασθε ἐμπίπλανται
SubjunctiveSingular ἐμπιπλῶμαι ἐμπιπλῇ ἐμπιπλῆται
Dual ἐμπιπλῆσθον ἐμπιπλῆσθον
Plural ἐμπιπλώμεθα ἐμπιπλῆσθε ἐμπιπλῶνται
OptativeSingular ἐμπιπλαίμην ἐμπιπλαῖο ἐμπιπλαῖτο
Dual ἐμπιπλαῖσθον ἐμπιπλαίσθην
Plural ἐμπιπλαίμεθα ἐμπιπλαῖσθε ἐμπιπλαῖντο
ImperativeSingular ἐμπίπλασο ἐμπιπλάσθω
Dual ἐμπίπλασθον ἐμπιπλάσθων
Plural ἐμπίπλασθε ἐμπιπλάσθων
Infinitive ἐμπίπλασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπιπλαμενος ἐμπιπλαμενου ἐμπιπλαμενη ἐμπιπλαμενης ἐμπιπλαμενον ἐμπιπλαμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῦ δὲ Σύλλα πρὸσ τὸ σφάττειν τραπομένου καὶ φόνων οὔτε ἀριθμὸν οὔτε ὁρ́ον ἐχόντων ἐμπιπλάντοσ τὴν πόλιν, ἀναιρουμένων πολλῶν καὶ κατ’ ἰδίασ ἔχθρασ, οἷσ οὐδὲν ἦν πρᾶγμα πρὸσ Σύλλαν, ἐφιέντοσ αὐτοῦ καὶ χαριζομένου τοῖσ περὶ αὐτόν, ἐτόλμησε τῶν νέων εἷσ, Γάϊοσ Μέτελλοσ, ἐν τῇ συγκλήτῳ τοῦ Σύλλα πυθέσθαι τί πέρασ ἔσται τῶν κακῶν, καὶ ποῖ προελθόντοσ αὐτοῦ δεῖ πεπαῦσθαι τὰ γινόμενα προσδοκᾶν. (Plutarch, Sulla, chapter 31 1:1)

Synonyms

  1. to fill quite full

  2. to fill full of

  3. to fill for oneself or what is one's own

  4. to be filled full of

  5. to be filled with

  6. to eat one's fill

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION