Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐλλείπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐλλείπω

Structure: ἐλ (Prefix) + λείπ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n

Sense

  1. to leave in, leave behind
  2. to leave out, leave undone
  3. to fall short, fail, deficiency
  4. to be in want of, fall short of, lack, I am far
  5. to be inferior to
  6. does he fall short
  7. he fails
  8. to be wanting or lacking to
  9. to be left behind, to be surpassed
  10. to be left wanting, to fail

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐλλείπω ἐλλείπεις ἐλλείπει
Dual ἐλλείπετον ἐλλείπετον
Plural ἐλλείπομεν ἐλλείπετε ἐλλείπουσιν*
SubjunctiveSingular ἐλλείπω ἐλλείπῃς ἐλλείπῃ
Dual ἐλλείπητον ἐλλείπητον
Plural ἐλλείπωμεν ἐλλείπητε ἐλλείπωσιν*
OptativeSingular ἐλλείποιμι ἐλλείποις ἐλλείποι
Dual ἐλλείποιτον ἐλλειποίτην
Plural ἐλλείποιμεν ἐλλείποιτε ἐλλείποιεν
ImperativeSingular ἐλλείπε ἐλλειπέτω
Dual ἐλλείπετον ἐλλειπέτων
Plural ἐλλείπετε ἐλλειπόντων, ἐλλειπέτωσαν
Infinitive ἐλλείπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐλλειπων ἐλλειποντος ἐλλειπουσα ἐλλειπουσης ἐλλειπον ἐλλειποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐλλείπομαι ἐλλείπει, ἐλλείπῃ ἐλλείπεται
Dual ἐλλείπεσθον ἐλλείπεσθον
Plural ἐλλειπόμεθα ἐλλείπεσθε ἐλλείπονται
SubjunctiveSingular ἐλλείπωμαι ἐλλείπῃ ἐλλείπηται
Dual ἐλλείπησθον ἐλλείπησθον
Plural ἐλλειπώμεθα ἐλλείπησθε ἐλλείπωνται
OptativeSingular ἐλλειποίμην ἐλλείποιο ἐλλείποιτο
Dual ἐλλείποισθον ἐλλειποίσθην
Plural ἐλλειποίμεθα ἐλλείποισθε ἐλλείποιντο
ImperativeSingular ἐλλείπου ἐλλειπέσθω
Dual ἐλλείπεσθον ἐλλειπέσθων
Plural ἐλλείπεσθε ἐλλειπέσθων, ἐλλειπέσθωσαν
Infinitive ἐλλείπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐλλειπομενος ἐλλειπομενου ἐλλειπομενη ἐλλειπομενης ἐλλειπομενον ἐλλειπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • συναγαγοῦσα αὐτῶν τὸν βίον ἡ βασιλικὴ τέχνη, πάντων μεγαλοπρεπέστατον ὑφασμάτων καὶ ἄριστον ἀποτελέσασα ὥστ’ εἶναι κοινόν τούσ τ’ ἄλλουσ ἐν ταῖσ πόλεσι πάντασ δούλουσ καὶ ἐλευθέρουσ ἀμπίσχουσα, συνέχῃ τούτῳ τῷ πλέγματι, καὶ καθ’ ὅσον εὐδαίμονι προσήκει γίγνεσθαι πόλει τούτου μηδαμῇ μηδὲν ἐλλείπουσα ἄρχῃ τε καὶ ἐπιστατῇ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 327:1)
  • οὐ γὰρ περὶ ἀρχῆσ οὐδὲ περὶ στρατηγίασ μιᾶσ πόλεωσ οὐδὲ περὶ νεῶν πλήθουσ ἢ πεζοῦ στρατοπέδου, πότερον ὀρθῶσ ἢ μὴ διῴκηται, τὰ νῦν ὑπέχω λόγον, ἀλλὰ περὶ τοῦ πάντων κρατοῦντοσ θεοῦ καὶ τῆσ πρὸσ ἐκεῖνον ὁμοιότητοσ, εἴτε εὐσχημόνωσ καὶ προσεοικότωσ γέγονεν, οὐδὲν ἐλλείπουσα τῆσ δυνατῆσ πρὸσ τὸ δαιμόνιον ἀνθρώποισ ἀπεικασίασ, εἴτε ἀναξία καὶ ἀπρεπήσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 71:3)
  • <οὐ> μὴν ἀλλ’ οὔτε ἔφυγε τὴν ἡδονήν, οὐθ’ ἡνίκα τὴν ἐξαγωγὴν ἐκ τοῦ ζῆν τὰ πράγματα παρεσκεύαζεν, ὡσ ἐλλείπουσά τι τοῦ ἀρίστου βίου κατέστρεφεν. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 145:6)

Synonyms

  1. to leave in

  2. to leave out

  3. to fall short

  4. to be in want of

  5. to be inferior to

  6. he fails

  7. to be wanting or lacking to

  8. to be left behind

  9. to be left wanting

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION