διαίρω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
διαίρω
διαρῶ
Structure:
δι
(Prefix)
+
ἀίρ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to raise up, lift up
- to separate, remove, taking long strides
- to open
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὥστε μὴ διαίρει τὼ τέχνα· (Lucian, Piscator, (no name) 20:14)
- ταύτησ μὲν δὴ τῆσ αἰτίασ ἕνεκα Πελοπόννησον Οἴνωτροσ ἐκλιπὼν καὶ κατασκευασάμενοσ ναυτικὸν διαίρει τὸν Ιὄνιον καὶ σὺν αὐτῷ Πευκέτιοσ τῶν ἀδελφῶν εἷσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 11 5:3)
- ταύτῃ τοίνυν συμπάσασ ἐπιστήμασ διαίρει, τὴν μὲν πρακτικὴν προσειπών, τὴν δὲ μόνον γνωστικήν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 11:2)
- ἀλλ’ εὐθὺσ διαίρει παρὰ σεαυτῷ καὶ λέγε ὅτι "τούτων ἐμοὶ οὐδὲν ἐπισημαίνεται, ἀλλ’ ἢ τῷ σωματίῳ μου ἢ τῷ κτησειδίῳ μου ἢ τῷ δοξαρίῳ μου ἢ τοῖσ τέκνοισ ἢ τῇ γυναικί. (Epictetus, Works, chapter 18 1:2)
- καθάπερ τὸ μαχαίριον ἓν μὲν ἐστιν ἄλλοτε δ’ ἄλλο διαιρεῖ, καὶ τὸ πῦρ ἐνεργεῖ περὶ ὕλασ διαφόρουσ μιᾷ φύσει χρώμενον. (Plutarch, De virtute morali, section 2 4:1)
- καθάπερ τὸ μαχαίριον ἓν μέν ἐστιν ἄλλοτε δ’ ἄλλο διαιρεῖ, καὶ τὸ πῦρ ἐνεργεῖ περὶ ὕλασ διαφόρουσ μιᾷ φύσει χρώμενον. (Plutarch, De virtute morali, section 2 2:1)
- "οὐδὲν γὰρ αὕτη δίδωσι μετὰ θάνατον , ἢ ὅσα λαμβάνει πρὸσ γένεσιν ἥλιοσ δὲ λαμβάνει μὲν οὐδὲν ἀπολαμβάνει δὲ τὸν νοῦν διδούσ, σελήνη δὲ καὶ λαμβάνει καὶ δίδωσι καὶ συντίθησι καὶ διαιρεῖ κατ’ ἄλλην καὶ ἄλλην δύναμιν , ὧν Εἰλείθυια μὲν ἣ συντίθησιν Ἄρτεμισ δ’ ἣ διαιρεῖ, καλεῖται. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 3029)
Synonyms
-
to raise up
- βασάζω (to lift, lift up, raise)
- ἐπανατέλλω (to lift up, raise)
- αἰωρέω (to lift up, raise, raising)
- ἐπαίρω (to lift, raise)
- ἀναβαστάζω (to raise or lift up, carry)
- ὑψόω (to lift high, raise up)
- ἀείρω (to lift up, raise, support)
- ἀκταίνω (to lift up, raise, to raise)
- ἀερτάζω (to lift up)
- ἀνεγείρω (to raise)
- κουφίζω (to make light, to lift up, raise)
- ἐπαναίρω (to lift up, to raise one against another, to rise up)
-
to separate
- βιβάω (to stride, takes, strides)
-
to open