διάγω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διάγω
διάξω
형태분석:
δι
(접두사)
+
ά̓γ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 쓰다, 지내다, 지나가다, 보내다
- 계속하다, 유지하다, 살다, 미루다, 연기하다, 계속되다, 지내다
- 즐겁게 하다, 접대하다
- to carry over or across
- to go through, pass, spend
- to pass life, live, to delay, put off time, to continue, to continue doing
- to make to continue or keep
- to entertain
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ διῆγον τοὺσ υἱοὺσ αὐτῶν καὶ τὰσ θυγατέρασ αὐτῶν ἐν πυρὶ καὶ ἐμαντεύοντο μαντείασ καὶ οἰωνίζοντο καὶ ἐπράθησαν τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖσ Κυρίου παροργίσαι αὐτόν. (Septuagint, Liber II Regum 17:17)
(70인역 성경, 열왕기 하권 17:17)
- οἵ τε τούτων συζυγεῖσ βρόχοισ ἀντὶ στεφέων τοὺσ αὐχένασ περιπεπλεγμένοι μετὰ ἀκμαίασ καὶ νεανικῆσ ἡλικίασ, ἀντὶ εὐωχίασ καὶ νεωτερικῆσ ραθυμίασ τὰσ ἐπιλοίπουσ τῶν γάμων ἡμέρασ ἐν θρήνοισ διῆγον, παρὰ πόδασ ἤδη τὸν ᾅδην ὁρῶντεσ κείμενον. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:8)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 4:8)
- οἵ τε Ἰουδαῖοι, καθὼσ προειρήκαμεν, συστησάμενοι τὸν προειρημένον χορόν, μετ̓ εὐωχίασ ἐν ἐξομολογήσεσιν ἱλαραῖσ καὶ ψαλμοῖσ διῆγον, (Septuagint, Liber Maccabees III 6:35)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 6:35)
- τὴν δὲ πόλιν αὐτὴν ὁρῶν ὀλιγωρίᾳ τῶν προεστώτων διεφθαρμένην, τῶν πολλῶν κλεπτόντων, μᾶλλον δὲ ἁρπαζόντων τὰ κοινά, ὑδάτων τε ἐπιρροίαισ ἀνεκτησάμην καὶ οἰκοδομημάτων ἀναστάσεσιν ἐκόσμησα καὶ τειχῶν περιβολῇ ἐκράτυνα καὶ τὰσ προσόδουσ, ὅσαι ἦσαν κοιναί, τῇ τῶν ἐφεστώτων ἐπιμελείᾳ ῥᾳδίωσ ἐπηύξησα καὶ τῆσ νεολαίασ ἐπεμελούμην καὶ τῶν γερόντων προὐνόουν καὶ τὸν δῆμον ἐν θέαισ καὶ διανομαῖσ καὶ πανηγύρεσι καὶ δημοθοινίαισ διῆγον, ὕβρεισ δὲ παρθένων ἢ ἐφήβων διαφθοραὶ ἢ γυναικῶν ἀπαγωγαὶ ἢ δορυφόρων ἐπιπέμψεισ ἢ δεσποτική τισ ἀπειλὴ ἀποτρόπαιά μοι καὶ ἀκοῦσαι ἦν. (Lucian, Phalaris, book 1 3:5)
(루키아노스, Phalaris, book 1 3:5)
- "ὁπότε γὰρ ἐν Αἰγύπτῳ διῆγον ἔτι νέοσ ὤν, ὑπὸ τοῦ πατρὸσ ἐπὶ παιδείασ προφάσει ἀποσταλείσ, ἐπεθύμησα εἰσ Κοπτὸν ἀναπλεύσασ ἐκεῖθεν ἐπὶ τὸν Μέμνονα ἐλθὼν ἀκοῦσαι τὸ θαυμαστὸν ἐκεῖνο ἠχοῦντα πρὸσ ἀνίσχοντα τὸν ἥλιον. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 26:11)
(루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 26:11)
유의어
-
to carry over or across
- διαπορεύω (to carry over, set across)
- διαβιβάζω (수송하다, 나르다, 운송하다)
- διαφέρω (to carry over or across, to carry from one to another)
- ἀποπεράω (to carry over)
- ὑπερκομίζω (to carry over)
- ὑπερφορέω (to carry over)
- ὑπερβιβάζω (to carry over)
- διαπεράω (to carry over)
- διατρέχω (to run across or over)
- διαπορθμεύω (to carry over or across, to carry a message from one to another)
- ὑπερφέρω (to bear or carry over)
- μεταβαίνω (바꾸다, 변하다, 달라지다)
- περαιόω (지나치다, 지나가다, 지나다)
- παρατρέχω (to run through or over, run across)
- παρακομίζω (도망치다, 등한시하다, 지나치다)
- διαφορέω (to carry across from one place to another)
- διαβαδίζω (가로지르다, 횡단하다)
- διαβαίνω (도망치다, 등한시하다, 지나치다)
- διακομίζω (건너오다, 건너다, 건너가다)
-
쓰다
- διεξέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- διέξειμι (넘어서다, 거치다, 통하다)
- συνδιατρίβω (to pass or spend, with or together)
- διαβιόω (지나가다, 지나치다, 지나다)
- διείρω (to pass or draw through)
- διαζάω (지나가다, 지나치다, 지나다)
- διαφρέω (to let through, let pass)
- διεξίημι (to let pass through)
- περάω (완성하다, 채우다, 완료하다)
- διέρχομαι (완성하다, 채우다, 완료하다)
- ὁρίζω (I pass between or through)
- διαπορεύω (겪다, 나열하다, 통과하다)
- περάω (지나가다, 지나치다, 지나다)
- διαπεράω (찌르다, 꿰뚫다, 뚫다)
- ἐκπεράω (찌르다, 꿰뚫다, 뚫다)
- διέρπω (to creep or pass through)
- διαχωρέω (통과하다, 겪다, 통하다)
-
to make to continue or keep
-
즐겁게 하다
파생어
- ἄγω (이끌다, 안내하다, 가져오다)
- ἀνάγω (위로 이끌다, 이끌어 올라가다, 도로 가져놓다)
- ἀπάγω (실어나르다, 채어가다, 도둑질하다)
- εἰσάγω (소개하다, 넣다, 들이다)
- ἐνάγω (추진하다, 촉진시키다, 가속하다)
- ἐξάγω (가져오다, 불러내다, 소집하다)
- ἐπάγω (주입시키다, 야기시키다, 고무하다)
- ἐπανάγω (흥분시키다, 일으키다, 자극하다)
- κατάγω (가져오다, 데리다, 되돌아 이끌다)
- μετάγω (to convey from one place to another, to go by another route, change one's course)
- παράγω (전진하다, 행진하다, 나아가다)
- περιάγω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 연기하다)
- προάγω (~에 접촉해 있다, 늘어뜨리다, 안으로 던지다)
- προανάγω (to lead up before, to put to sea before)
- προεξάγω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- προσάγω (제공하다, 공급하다, 양보하다)
- προσανάγω (to put back to)
- συνάγω (모으다, 수집하다, 회의를 위해 모이다)
- συνανάγω (to carry back together, to retire together, to go to sea together)
- συναπάγω (to lead away with, to be led away likewise, to accommodate oneself to)
- συνεξάγω (to lead out together, to be carried away together)
- συνεπάγω (to lead together against, to join in bringing in a foreign force to aid)
- ὑπάγω (, to lead or bring under, to bring under one's power)
- ὑπεξάγω (밝게 하다, 앞으로 가져오다, 눈물을 쏟아내다)