헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάγω διάξω

형태분석: δι (접두사) + ά̓γ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쓰다, 지내다, 지나가다, 보내다
  2. 계속하다, 유지하다, 살다, 미루다, 연기하다, 계속되다, 지내다
  3. 즐겁게 하다, 접대하다
  1. to carry over or across
  2. to go through, pass, spend
  3. to pass life, live, to delay, put off time, to continue, to continue doing
  4. to make to continue or keep
  5. to entertain

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διάγω

διάγεις

διάγει

쌍수 διάγετον

διάγετον

복수 διάγομεν

διάγετε

διάγουσιν*

접속법단수 διάγω

διάγῃς

διάγῃ

쌍수 διάγητον

διάγητον

복수 διάγωμεν

διάγητε

διάγωσιν*

기원법단수 διάγοιμι

διάγοις

διάγοι

쌍수 διάγοιτον

διαγοίτην

복수 διάγοιμεν

διάγοιτε

διάγοιεν

명령법단수 διάγε

διαγέτω

쌍수 διάγετον

διαγέτων

복수 διάγετε

διαγόντων, διαγέτωσαν

부정사 διάγειν

분사 남성여성중성
διαγων

διαγοντος

διαγουσα

διαγουσης

διαγον

διαγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διάγομαι

διάγει, διάγῃ

διάγεται

쌍수 διάγεσθον

διάγεσθον

복수 διαγόμεθα

διάγεσθε

διάγονται

접속법단수 διάγωμαι

διάγῃ

διάγηται

쌍수 διάγησθον

διάγησθον

복수 διαγώμεθα

διάγησθε

διάγωνται

기원법단수 διαγοίμην

διάγοιο

διάγοιτο

쌍수 διάγοισθον

διαγοίσθην

복수 διαγοίμεθα

διάγοισθε

διάγοιντο

명령법단수 διάγου

διαγέσθω

쌍수 διάγεσθον

διαγέσθων

복수 διάγεσθε

διαγέσθων, διαγέσθωσαν

부정사 διάγεσθαι

분사 남성여성중성
διαγομενος

διαγομενου

διαγομενη

διαγομενης

διαγομενον

διαγομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to carry over or across

  2. 쓰다

  3. to make to continue or keep

  4. 즐겁게 하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION