헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαχωρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαχωρέω διαχωρήσω

형태분석: δια (접두사) + χωρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 통과하다, 겪다, 통하다, 넘어서다
  1. to go through, pass through, diarrhoea
  2. to be current

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχώρω

(나는) 통과한다

διαχώρεις

(너는) 통과한다

διαχώρει

(그는) 통과한다

쌍수 διαχώρειτον

(너희 둘은) 통과한다

διαχώρειτον

(그 둘은) 통과한다

복수 διαχώρουμεν

(우리는) 통과한다

διαχώρειτε

(너희는) 통과한다

διαχώρουσιν*

(그들은) 통과한다

접속법단수 διαχώρω

(나는) 통과하자

διαχώρῃς

(너는) 통과하자

διαχώρῃ

(그는) 통과하자

쌍수 διαχώρητον

(너희 둘은) 통과하자

διαχώρητον

(그 둘은) 통과하자

복수 διαχώρωμεν

(우리는) 통과하자

διαχώρητε

(너희는) 통과하자

διαχώρωσιν*

(그들은) 통과하자

기원법단수 διαχώροιμι

(나는) 통과하기를 (바라다)

διαχώροις

(너는) 통과하기를 (바라다)

διαχώροι

(그는) 통과하기를 (바라다)

쌍수 διαχώροιτον

(너희 둘은) 통과하기를 (바라다)

διαχωροίτην

(그 둘은) 통과하기를 (바라다)

복수 διαχώροιμεν

(우리는) 통과하기를 (바라다)

διαχώροιτε

(너희는) 통과하기를 (바라다)

διαχώροιεν

(그들은) 통과하기를 (바라다)

명령법단수 διαχῶρει

(너는) 통과해라

διαχωρεῖτω

(그는) 통과해라

쌍수 διαχώρειτον

(너희 둘은) 통과해라

διαχωρεῖτων

(그 둘은) 통과해라

복수 διαχώρειτε

(너희는) 통과해라

διαχωροῦντων, διαχωρεῖτωσαν

(그들은) 통과해라

부정사 διαχώρειν

통과하는 것

분사 남성여성중성
διαχωρων

διαχωρουντος

διαχωρουσα

διαχωρουσης

διαχωρουν

διαχωρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχώρουμαι

(나는) 통과된다

διαχώρει, διαχώρῃ

(너는) 통과된다

διαχώρειται

(그는) 통과된다

쌍수 διαχώρεισθον

(너희 둘은) 통과된다

διαχώρεισθον

(그 둘은) 통과된다

복수 διαχωροῦμεθα

(우리는) 통과된다

διαχώρεισθε

(너희는) 통과된다

διαχώρουνται

(그들은) 통과된다

접속법단수 διαχώρωμαι

(나는) 통과되자

διαχώρῃ

(너는) 통과되자

διαχώρηται

(그는) 통과되자

쌍수 διαχώρησθον

(너희 둘은) 통과되자

διαχώρησθον

(그 둘은) 통과되자

복수 διαχωρώμεθα

(우리는) 통과되자

διαχώρησθε

(너희는) 통과되자

διαχώρωνται

(그들은) 통과되자

기원법단수 διαχωροίμην

(나는) 통과되기를 (바라다)

διαχώροιο

(너는) 통과되기를 (바라다)

διαχώροιτο

(그는) 통과되기를 (바라다)

쌍수 διαχώροισθον

(너희 둘은) 통과되기를 (바라다)

διαχωροίσθην

(그 둘은) 통과되기를 (바라다)

복수 διαχωροίμεθα

(우리는) 통과되기를 (바라다)

διαχώροισθε

(너희는) 통과되기를 (바라다)

διαχώροιντο

(그들은) 통과되기를 (바라다)

명령법단수 διαχώρου

(너는) 통과되어라

διαχωρεῖσθω

(그는) 통과되어라

쌍수 διαχώρεισθον

(너희 둘은) 통과되어라

διαχωρεῖσθων

(그 둘은) 통과되어라

복수 διαχώρεισθε

(너희는) 통과되어라

διαχωρεῖσθων, διαχωρεῖσθωσαν

(그들은) 통과되어라

부정사 διαχώρεισθαι

통과되는 것

분사 남성여성중성
διαχωρουμενος

διαχωρουμενου

διαχωρουμενη

διαχωρουμενης

διαχωρουμενον

διαχωρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχωρήσω

(나는) 통과하겠다

διαχωρήσεις

(너는) 통과하겠다

διαχωρήσει

(그는) 통과하겠다

쌍수 διαχωρήσετον

(너희 둘은) 통과하겠다

διαχωρήσετον

(그 둘은) 통과하겠다

복수 διαχωρήσομεν

(우리는) 통과하겠다

διαχωρήσετε

(너희는) 통과하겠다

διαχωρήσουσιν*

(그들은) 통과하겠다

기원법단수 διαχωρήσοιμι

(나는) 통과하겠기를 (바라다)

διαχωρήσοις

(너는) 통과하겠기를 (바라다)

διαχωρήσοι

(그는) 통과하겠기를 (바라다)

쌍수 διαχωρήσοιτον

(너희 둘은) 통과하겠기를 (바라다)

διαχωρησοίτην

(그 둘은) 통과하겠기를 (바라다)

복수 διαχωρήσοιμεν

(우리는) 통과하겠기를 (바라다)

διαχωρήσοιτε

(너희는) 통과하겠기를 (바라다)

διαχωρήσοιεν

(그들은) 통과하겠기를 (바라다)

부정사 διαχωρήσειν

통과할 것

분사 남성여성중성
διαχωρησων

διαχωρησοντος

διαχωρησουσα

διαχωρησουσης

διαχωρησον

διαχωρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχωρήσομαι

(나는) 통과되겠다

διαχωρήσει, διαχωρήσῃ

(너는) 통과되겠다

διαχωρήσεται

(그는) 통과되겠다

쌍수 διαχωρήσεσθον

(너희 둘은) 통과되겠다

διαχωρήσεσθον

(그 둘은) 통과되겠다

복수 διαχωρησόμεθα

(우리는) 통과되겠다

διαχωρήσεσθε

(너희는) 통과되겠다

διαχωρήσονται

(그들은) 통과되겠다

기원법단수 διαχωρησοίμην

(나는) 통과되겠기를 (바라다)

διαχωρήσοιο

(너는) 통과되겠기를 (바라다)

διαχωρήσοιτο

(그는) 통과되겠기를 (바라다)

쌍수 διαχωρήσοισθον

(너희 둘은) 통과되겠기를 (바라다)

διαχωρησοίσθην

(그 둘은) 통과되겠기를 (바라다)

복수 διαχωρησοίμεθα

(우리는) 통과되겠기를 (바라다)

διαχωρήσοισθε

(너희는) 통과되겠기를 (바라다)

διαχωρήσοιντο

(그들은) 통과되겠기를 (바라다)

부정사 διαχωρήσεσθαι

통과될 것

분사 남성여성중성
διαχωρησομενος

διαχωρησομενου

διαχωρησομενη

διαχωρησομενης

διαχωρησομενον

διαχωρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεχῶρουν

(나는) 통과하고 있었다

διεχῶρεις

(너는) 통과하고 있었다

διεχῶρειν*

(그는) 통과하고 있었다

쌍수 διεχώρειτον

(너희 둘은) 통과하고 있었다

διεχωρεῖτην

(그 둘은) 통과하고 있었다

복수 διεχώρουμεν

(우리는) 통과하고 있었다

διεχώρειτε

(너희는) 통과하고 있었다

διεχῶρουν

(그들은) 통과하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεχωροῦμην

(나는) 통과되고 있었다

διεχώρου

(너는) 통과되고 있었다

διεχώρειτο

(그는) 통과되고 있었다

쌍수 διεχώρεισθον

(너희 둘은) 통과되고 있었다

διεχωρεῖσθην

(그 둘은) 통과되고 있었다

복수 διεχωροῦμεθα

(우리는) 통과되고 있었다

διεχώρεισθε

(너희는) 통과되고 있었다

διεχώρουντο

(그들은) 통과되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπωσθέντων δὲ εἰ μὲν φυγὴ λαμπρὰ γένοιτο, διαχωρεῖν ἤδη τὰσ πεζικὰσ τάξεισ καὶ ἐπελαύνειν τοὺσ ἱππέασ, μὴ πάντασ τοὺσ λόχουσ ἀλλὰ τοὺσ ἡμίσεασ· (Arrian, Acies Contra Alanos 37:1)

    (아리아노스, Acies Contra Alanos 37:1)

  • ταῦτα οὕτωσ ἰσχυρῶσ περιελήλυθε τοὺσ πολλοὺσ ὥστε ἐπειδάν τισ ἀποθάνῃ τῶν οἰκείων, πρῶτα μὲν φέροντεσ ὀβολὸν εἰσ τὸ στόμα κατέθηκαν αὐτῷ, μισθὸν τῷ πορθμεῖ τῆσ ναυτιλίασ γενησόμενον, οὐ πρότερον ἐξετάσαντεσ ὁποῖον τὸ νόμισμα νομίζεται καὶ διαχωρεῖ παρὰ τοῖσ κάτω, καὶ εἰ δύναται παρ’ ἐκείνοισ Ἀττικὸσ ἢ Μακεδονικὸσ ἢ Αἰγιναῖοσ ὀβολόσ, οὐδ’ ὅτι πολὺ κάλλιον ἦν μὴ ἔχειν τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν οὕτω γὰρ ἂν οὐ παραδεξαμένου τοῦ πορθμέωσ ἀναπόμπιμοι πάλιν εἰσ τὸν βίον ἀφικνοῦντο. (Lucian, (no name) 10:1)

    (루키아노스, (no name) 10:1)

  • "διαχωρεῖ δὲ μάλιστα τῶν καρύων ἐσθιόμενα μετὰ μέλιτοσ, τὰ δὲ πλατέα φυσωδέστερά ἐστιν, ἀλυπότερα δὲ τὰ ἑφθὰ τῶν ὠμῶν καὶ πεφρυγμένων, τὰ δὲ πεφρυγμένα τῶν ὠμῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 41 2:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 41 2:5)

  • τὸ δ’ ἐντεῦθεν ἤδη τὴν ὑδραγωγίαν παρεσκεύασαν τρόπῳ τινὶ τοιῷδε, ὃν κατοψόμεθα ῥᾷον προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε, ὅτι πάντα ὅσα ἐξ ἐλαττόνων συνίσταται στέγει τὰ μείζω, τὰ δὲ ἐκ μειζόνων τὰ σμικρότερα οὐ δύναται, πῦρ δὲ πάντων γενῶν σμικρομερέστατον, ὅθεν δι’ ὕδατοσ καὶ γῆσ ἀέροσ τε καὶ ὅσα ἐκ τούτων συνίσταται διαχωρεῖ καὶ στέγειν οὐδὲν αὐτὸ δύναται. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 394:1)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 394:1)

  • καὶ ἑώσ μὲν πάντῃ στενόπορα ἦν τὰ χωρία, ἐπὶ κέρωσ ἦγεν, ὡσ δὲ διεχώρει ἐσ πλάτοσ, ἀνέπτυσσεν ἀεὶ τὸ κέρασ ἐσ φάλαγγα, ἄλλην καὶ ἄλλην τῶν ὁπλιτῶν τάξιν παράγων, τῇ μὲν ὡσ ἐπὶ τὸ ὄροσ, ἐν ἀριστερᾷ δὲ ὡσ ἐπὶ τὴν θάλασσαν. (Arrian, Anabasis, book 2, chapter 8 2:3)

    (아리아노스, Anabasis, book 2, chapter 8 2:3)

유의어

  1. 통과하다

  2. to be current

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION