헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραχωρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραχωρέω παραχωρήσομαι

형태분석: παρα (접두사) + χωρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 내다, 양보하다, 생산하다, 철수하다, 제출하다, 물러나다, 포기하다, 맺다, 복종하다
  2. 굽히다, 인정하다
  1. to go aside, make room, give place, retire, to give way, yield, submit, to retire from
  2. to step aside out of the way for, I leave the task
  3. to concede

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραχώρω

(나는) 낸다

παραχώρεις

(너는) 낸다

παραχώρει

(그는) 낸다

쌍수 παραχώρειτον

(너희 둘은) 낸다

παραχώρειτον

(그 둘은) 낸다

복수 παραχώρουμεν

(우리는) 낸다

παραχώρειτε

(너희는) 낸다

παραχώρουσιν*

(그들은) 낸다

접속법단수 παραχώρω

(나는) 내자

παραχώρῃς

(너는) 내자

παραχώρῃ

(그는) 내자

쌍수 παραχώρητον

(너희 둘은) 내자

παραχώρητον

(그 둘은) 내자

복수 παραχώρωμεν

(우리는) 내자

παραχώρητε

(너희는) 내자

παραχώρωσιν*

(그들은) 내자

기원법단수 παραχώροιμι

(나는) 내기를 (바라다)

παραχώροις

(너는) 내기를 (바라다)

παραχώροι

(그는) 내기를 (바라다)

쌍수 παραχώροιτον

(너희 둘은) 내기를 (바라다)

παραχωροίτην

(그 둘은) 내기를 (바라다)

복수 παραχώροιμεν

(우리는) 내기를 (바라다)

παραχώροιτε

(너희는) 내기를 (바라다)

παραχώροιεν

(그들은) 내기를 (바라다)

명령법단수 παραχῶρει

(너는) 내어라

παραχωρεῖτω

(그는) 내어라

쌍수 παραχώρειτον

(너희 둘은) 내어라

παραχωρεῖτων

(그 둘은) 내어라

복수 παραχώρειτε

(너희는) 내어라

παραχωροῦντων, παραχωρεῖτωσαν

(그들은) 내어라

부정사 παραχώρειν

내는 것

분사 남성여성중성
παραχωρων

παραχωρουντος

παραχωρουσα

παραχωρουσης

παραχωρουν

παραχωρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραχώρουμαι

(나는) 내여진다

παραχώρει, παραχώρῃ

(너는) 내여진다

παραχώρειται

(그는) 내여진다

쌍수 παραχώρεισθον

(너희 둘은) 내여진다

παραχώρεισθον

(그 둘은) 내여진다

복수 παραχωροῦμεθα

(우리는) 내여진다

παραχώρεισθε

(너희는) 내여진다

παραχώρουνται

(그들은) 내여진다

접속법단수 παραχώρωμαι

(나는) 내여지자

παραχώρῃ

(너는) 내여지자

παραχώρηται

(그는) 내여지자

쌍수 παραχώρησθον

(너희 둘은) 내여지자

παραχώρησθον

(그 둘은) 내여지자

복수 παραχωρώμεθα

(우리는) 내여지자

παραχώρησθε

(너희는) 내여지자

παραχώρωνται

(그들은) 내여지자

기원법단수 παραχωροίμην

(나는) 내여지기를 (바라다)

παραχώροιο

(너는) 내여지기를 (바라다)

παραχώροιτο

(그는) 내여지기를 (바라다)

쌍수 παραχώροισθον

(너희 둘은) 내여지기를 (바라다)

παραχωροίσθην

(그 둘은) 내여지기를 (바라다)

복수 παραχωροίμεθα

(우리는) 내여지기를 (바라다)

παραχώροισθε

(너희는) 내여지기를 (바라다)

παραχώροιντο

(그들은) 내여지기를 (바라다)

명령법단수 παραχώρου

(너는) 내여져라

παραχωρεῖσθω

(그는) 내여져라

쌍수 παραχώρεισθον

(너희 둘은) 내여져라

παραχωρεῖσθων

(그 둘은) 내여져라

복수 παραχώρεισθε

(너희는) 내여져라

παραχωρεῖσθων, παραχωρεῖσθωσαν

(그들은) 내여져라

부정사 παραχώρεισθαι

내여지는 것

분사 남성여성중성
παραχωρουμενος

παραχωρουμενου

παραχωρουμενη

παραχωρουμενης

παραχωρουμενον

παραχωρουμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραχωρήσομαι

(나는) 내겠다

παραχωρήσει, παραχωρήσῃ

(너는) 내겠다

παραχωρήσεται

(그는) 내겠다

쌍수 παραχωρήσεσθον

(너희 둘은) 내겠다

παραχωρήσεσθον

(그 둘은) 내겠다

복수 παραχωρησόμεθα

(우리는) 내겠다

παραχωρήσεσθε

(너희는) 내겠다

παραχωρήσονται

(그들은) 내겠다

기원법단수 παραχωρησοίμην

(나는) 내겠기를 (바라다)

παραχωρήσοιο

(너는) 내겠기를 (바라다)

παραχωρήσοιτο

(그는) 내겠기를 (바라다)

쌍수 παραχωρήσοισθον

(너희 둘은) 내겠기를 (바라다)

παραχωρησοίσθην

(그 둘은) 내겠기를 (바라다)

복수 παραχωρησοίμεθα

(우리는) 내겠기를 (바라다)

παραχωρήσοισθε

(너희는) 내겠기를 (바라다)

παραχωρήσοιντο

(그들은) 내겠기를 (바라다)

부정사 παραχωρήσεσθαι

낼 것

분사 남성여성중성
παραχωρησομενος

παραχωρησομενου

παραχωρησομενη

παραχωρησομενης

παραχωρησομενον

παραχωρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεχῶρουν

(나는) 내고 있었다

παρεχῶρεις

(너는) 내고 있었다

παρεχῶρειν*

(그는) 내고 있었다

쌍수 παρεχώρειτον

(너희 둘은) 내고 있었다

παρεχωρεῖτην

(그 둘은) 내고 있었다

복수 παρεχώρουμεν

(우리는) 내고 있었다

παρεχώρειτε

(너희는) 내고 있었다

παρεχῶρουν

(그들은) 내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεχωροῦμην

(나는) 내여지고 있었다

παρεχώρου

(너는) 내여지고 있었다

παρεχώρειτο

(그는) 내여지고 있었다

쌍수 παρεχώρεισθον

(너희 둘은) 내여지고 있었다

παρεχωρεῖσθην

(그 둘은) 내여지고 있었다

복수 παρεχωροῦμεθα

(우리는) 내여지고 있었다

παρεχώρεισθε

(너희는) 내여지고 있었다

παρεχώρουντο

(그들은) 내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ νεανίασ δὲ τῆσ μὲν τιμῆσ παρεχώρει καθ’ ἡλικίαν ἐκείνῳ καὶ μόνου ἐξίστατο τοῦ τῆσ ἀρχῆσ ὀνόματοσ, τὸ δ’ ἔργον τῆσ τυραννίδοσ καὶ τὲ κεφάλαιον αὐτὸσ ἦν, καὶ τὸ μὲν πιστὸν καὶ ἀσφαλὲσ ἀπ’ αὐτοῦ παρεῖχε τῇ δυναστείᾳ, τὴν δὲ ἀπόλαυσιν μόνοσ ἐκαρποῦτο τῶν ἀδικημάτων. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 5:1)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 5:1)

  • "εἰ γάρ τίσ ἐστι πρὸ ἐμοῦ τιμᾶσθαι δίκαιοσ, παραχωρῶ τοῦ γέρωσ, ἐξίσταμαι τῆσ δωρεᾶσ. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 10:16)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 10:16)

  • νὴ τὸν Ἀπόλλω καὶ δημοτική γ’ ἡ γνώμη καὶ καταχήνη τῶν σεμνοτέρων ἔσται πολλὴ καὶ τῶν σφραγῖδασ ἐχόντων, ὅταν ἐμβάδ’ ἔχων εἴπῃ πρότεροσ, παραχώρει κᾆτ’ ἐπιτήρει, ὅταν ἤδη ’γὼ διαπραξάμενοσ παραδῶ σοι δευτεριάζειν. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme 1:31)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme 1:31)

  • παραχωρεῖν οὐ θέλεισ; (Aristophanes, Lysistrata, Lyric-Scene2)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Lyric-Scene2)

  • ἐν δὲ συμποσίοισ τίνι δικαιότερον ἡ τράπεζα παραχωρεῖ καὶ τόπον ὁ Διόνυσοσ δίδωσι; (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 3 6:2)

    (플루타르코스, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 3 6:2)

유의어

  1. 내다

  2. 굽히다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION