헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προομολογέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προομολογέω προομολογήσω

형태분석: προ (접두사) + ὁμολογέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to grant or concede beforehand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προομολόγω

προομολόγεις

προομολόγει

쌍수 προομολόγειτον

προομολόγειτον

복수 προομολόγουμεν

προομολόγειτε

προομολόγουσιν*

접속법단수 προομολόγω

προομολόγῃς

προομολόγῃ

쌍수 προομολόγητον

προομολόγητον

복수 προομολόγωμεν

προομολόγητε

προομολόγωσιν*

기원법단수 προομολόγοιμι

προομολόγοις

προομολόγοι

쌍수 προομολόγοιτον

προομολογοίτην

복수 προομολόγοιμεν

προομολόγοιτε

προομολόγοιεν

명령법단수 προομολο͂γει

προομολογεῖτω

쌍수 προομολόγειτον

προομολογεῖτων

복수 προομολόγειτε

προομολογοῦντων, προομολογεῖτωσαν

부정사 προομολόγειν

분사 남성여성중성
προομολογων

προομολογουντος

προομολογουσα

προομολογουσης

προομολογουν

προομολογουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προομολόγουμαι

προομολόγει, προομολόγῃ

προομολόγειται

쌍수 προομολόγεισθον

προομολόγεισθον

복수 προομολογοῦμεθα

προομολόγεισθε

προομολόγουνται

접속법단수 προομολόγωμαι

προομολόγῃ

προομολόγηται

쌍수 προομολόγησθον

προομολόγησθον

복수 προομολογώμεθα

προομολόγησθε

προομολόγωνται

기원법단수 προομολογοίμην

προομολόγοιο

προομολόγοιτο

쌍수 προομολόγοισθον

προομολογοίσθην

복수 προομολογοίμεθα

προομολόγοισθε

προομολόγοιντο

명령법단수 προομολόγου

προομολογεῖσθω

쌍수 προομολόγεισθον

προομολογεῖσθων

복수 προομολόγεισθε

προομολογεῖσθων, προομολογεῖσθωσαν

부정사 προομολόγεισθαι

분사 남성여성중성
προομολογουμενος

προομολογουμενου

προομολογουμενη

προομολογουμενης

προομολογουμενον

προομολογουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προομολογήσω

προομολογήσεις

προομολογήσει

쌍수 προομολογήσετον

προομολογήσετον

복수 προομολογήσομεν

προομολογήσετε

προομολογήσουσιν*

기원법단수 προομολογήσοιμι

προομολογήσοις

προομολογήσοι

쌍수 προομολογήσοιτον

προομολογησοίτην

복수 προομολογήσοιμεν

προομολογήσοιτε

προομολογήσοιεν

부정사 προομολογήσειν

분사 남성여성중성
προομολογησων

προομολογησοντος

προομολογησουσα

προομολογησουσης

προομολογησον

προομολογησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προομολογήσομαι

προομολογήσει, προομολογήσῃ

προομολογήσεται

쌍수 προομολογήσεσθον

προομολογήσεσθον

복수 προομολογησόμεθα

προομολογήσεσθε

προομολογήσονται

기원법단수 προομολογησοίμην

προομολογήσοιο

προομολογήσοιτο

쌍수 προομολογήσοισθον

προομολογησοίσθην

복수 προομολογησοίμεθα

προομολογήσοισθε

προομολογήσοιντο

부정사 προομολογήσεσθαι

분사 남성여성중성
προομολογησομενος

προομολογησομενου

προομολογησομενη

προομολογησομενης

προομολογησομενον

προομολογησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to grant or concede beforehand

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION