- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βαρύς?

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: barys 고전 발음: [바뤼] 신약 발음: [바뤼]

기본형: βαρύς βαρεῖα βαρύ

형태분석: βαρυ (어간) + ς (어미)

어원: poet. gen. pl. fem. βαρεῶν for βαρειῶν

  1. 무거운, 거추장스러운, 진한, 가혹한
  2. 깊은, 빈, 공허한, 진한
  3. 귀찮은, 괴로운, 아픈, 말썽부리는
  4. 건강에 나쁜, 해로운
  5. 잔인한, 어려운, 굳은
  6. 강한, 강력한, 힘센
  1. heavy, burdensome, oppressive
  2. weighty
  3. deep, hollow, loud (voice)
  4. grievous, troublesome, painful
  5. unwholesome
  6. hard, cruel
  7. strong, mighty

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 βαρύς

무거운 (이)가

βαρεῖα

무거운 (이)가

βαρύ

무거운 (것)가

속격 βαρέος

무거운 (이)의

βαρείας

무거운 (이)의

βαρέος

무거운 (것)의

여격 βαρεί

무거운 (이)에게

βαρείᾳ

무거운 (이)에게

βαρεί

무거운 (것)에게

대격 βαρύν

무거운 (이)를

βαρεῖαν

무거운 (이)를

βαρύ

무거운 (것)를

호격 βαρύ

무거운 (이)야

βαρεῖα

무거운 (이)야

βαρύ

무거운 (것)야

쌍수주/대/호 βαρέε

무거운 (이)들이

βαρεία

무거운 (이)들이

βαρέε

무거운 (것)들이

속/여 βαρέοιν

무거운 (이)들의

βαρείαιν

무거운 (이)들의

βαρέοιν

무거운 (것)들의

복수주격 βαρείς

무거운 (이)들이

βαρείαι

무거운 (이)들이

βαρή

무거운 (것)들이

속격 βαρέων

무거운 (이)들의

βαρειῶν

무거운 (이)들의

βαρέων

무거운 (것)들의

여격 βαρέσι(ν)

무거운 (이)들에게

βαρείαις

무거운 (이)들에게

βαρέσι(ν)

무거운 (것)들에게

대격 βαρείς

무거운 (이)들을

βαρείας

무거운 (이)들을

βαρή

무거운 (것)들을

호격 βαρείς

무거운 (이)들아

βαρείαι

무거운 (이)들아

βαρή

무거운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 βαρύς

βαρέος

무거운 (이)의

βαρύτερος

βαρυτέρου

더 무거운 (이)의

βαρύτατος

βαρυτάτου

가장 무거운 (이)의

부사 βαρέως

βαρύτερον

βαρύτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε τῷ πατρὶ αὐτῆς. μὴ βαρέως φέρε, κύριε. οὐ δύναμαι ἀναστῆναι ἐνώπιόν σου, ὅτι τὰ κατ᾿ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν. ἠρεύνησε δὲ Λάβαν ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ καὶ οὐχ εὗρε τὰ εἴδωλα. (Septuagint, Liber Genesis 31:35)

    (70인역 성경, 창세기 31:35)

  • ἰδὼν δὲ Ἰωσὴφ ὅτι ἐπέβαλεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν χεῖρα τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Ἐφραΐμ, βαρὺ αὐτῷ κατεφάνη, καὶ ἀντελάβετο Ἰωσὴφ τῆς χειρὸς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀφελεῖν αὐτὴν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς Ἐφραΐμ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Μανασσῆ. (Septuagint, Liber Genesis 48:17)

    (70인역 성경, 창세기 48:17)

  • φθορᾷ καταφθαρήσῃ ἀνυπομονήτῳ καὶ σὺ καὶ πᾶς ὁ λαὸς οὗτος, ὅς ἐστι μετὰ σοῦ. βαρύ σοι τὸ ρῆμα τοῦτο, οὐ δυνήσῃ ποιεῖν σὺ μόνος. (Septuagint, Liber Exodus 18:18)

    (70인역 성경, 탈출기 18:18)

  • καὶ ἦλθον ἐξ ἐναντίας Γαβαὰ δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν ἐκλεκτῶν ἐκ παντὸς Ἰσραὴλ καὶ παράταξις βαρεῖα. καὶ αὐτοὶ οὐ ἔγνωσαν, ὅτι φθάνει ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ κακία. (Septuagint, Liber Iudicum 20:34)

    (70인역 성경, 판관기 20:34)

  • καὶ ἐγένετο ὡς ἐμνήσθη τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ δίφρου ὀπισθίως ἐχόμενος τῆς πύλης, καὶ συνετρίβη ὁ νῶτος αὐτοῦ καὶ ἀπέθανεν, ὅτι πρεσβύτης ὁ ἄνθρωπος καὶ βαρύς. καὶ αὐτὸς ἔκρινε τὸν Ἰσραὴλ εἴκοσιν ἔτη. (Septuagint, Liber I Samuelis 4:18)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 4:18)

  • ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν. βαρύς ἐστιν ἡμῖν καὶ βλεπόμενος, (Septuagint, Liber Sapientiae 2:14)

    (70인역 성경, 지혜서 2:14)

  • ΑΣΧΟΛΙΑ μεγάλη ἔκτισται παντὶ ἀνθρώπῳ καὶ ζυγὸς βαρὺς ἐπὶ υἱοὺς Ἀδὰμ ἀφ᾿ ἡμέρας ἐξόδου ἐκ γαστρὸς μητρὸς αὐτῶν ἕως ἡμέρας ἐπιστροφῆς εἰς μητέρα πάντων. (Septuagint, Liber Sirach 40:1)

    (70인역 성경, Liber Sirach 40:1)

  • ὅτι ὁ λόγος, ὃν ὁ βασιλεὺς ἐπερωτᾷ, βαρύς, καὶ ἕτερος οὐκ ἔστιν, ὃς ἀναγγελεῖ αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ἀλλ οἱ θεοί, ὧν οὐκ ἔστιν ἡ κατοικία μετὰ πάσης σαρκός. (Septuagint, Prophetia Danielis 2:11)

    (70인역 성경, 다니엘서 2:11)

  • πᾶς ^ δὲ ὁ τόνος τοῦ φθέγματος οἱο῀ς ἁπαλώτατος, οὔτε βαρὺς ὡς εἰς τὸ ἀνδρεῖον ἡρμόσθαι οὔτε πάνυ λεπτὸς ὡς θηλύτατός τε εἶναι καὶ κομιδῇ ἔκλυτος, ἀλλ οἱο῀ς γένοιτ ἂν παιδὶ μήπω ἡβάσκοντι, ἡδὺς καὶ προσηνὴς καὶ πράως παραδυόμενος εἰς τὴν ἀκοήν, ὡς καὶ παυσαμένης ἔναυλον εἶναι τὴν βοὴν καί τι λείψανον ἐνδιατρίβειν καὶ περιβομβεῖν τὰ ὦτα, καθάπερ ἠχώ τινα παρατείνουσαν τὴν ἀκρόασιν καὶ ἴχνη τῶν λόγων μελιχρὰ ἄττα καὶ πειθοῦς μεστὰ ἐπὶ τῆς ψυχῆς ἀπολιμπάνουσαν. (Lucian, Imagines, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 13:3)

유의어

  1. 무거운

  2. weighty

  3. 깊은

  4. 귀찮은

  5. 잔인한

  6. 강한

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION