σύνοδος
2군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
σύνοδος
συνόδου
형태분석:
συνοδ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 회의, 만남, 집합
- 부대, 회사, 일행
- 성교, 성관계
- 종합, 연합, 집합, 연방
- 건설, 건물
- assembly, meeting
- (in the plural) political associations, conspiracies
- (in the plural) synods
- company, guild
- the meeting of two armies
- sexual intercourse
- constriction
- union, assemblage, combination
- (grammar) construction
- incoming revenue
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ τὴν Ἀνὰ τὴν μητέρα ἑαυτοῦ μετέστησε τοῦ μὴ εἶναι ἡγουμένην, καθὼσ ἐποίησε σύνοδον ἐν τῷ ἄλσει αὐτῆσ, καὶ ἐξέκοψεν Ἀσὰ τὰσ καταδύσεισ αὐτῆσ καὶ ἐνέπρησε πυρὶ ἐν τῷ χειμάρρῳ Κέδρων. (Septuagint, Liber I Regum 15:12)
(70인역 성경, 열왕기 상권 15:12)
- καὶ ὁ μὲν ἔρωσ οὗτοσ ἦν ἅπασιν ὑμῖν γνωσθῆναι καὶ ὅτι πλείστοισ Μακεδόνων δεῖξαι τἀμά, τὸ δὲ αὐτὸν περιιόντα τηνικαῦτα τοῦ ἔτουσ συγγενέσθαι τῇ πόλει ἑκάστῃ οὐκ εὐμαρὲσ ἐφαίνετο, εἰ δὲ τηρήσαιμι τήνδε ὑμῶν τὴν σύνοδον, εἶτα παρελθὼν ἐσ μέσον δείξαιμι τὸν λόγον, ἐσ δέον οὕτωσ ἀποβήσεσθαί μοι τὰ τῆσ εὐχῆσ. (Lucian, Herodotus 13:2)
(루키아노스, Herodotus 13:2)
- εὔχεσθε τοῖν Θεσμοφόροιν τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Κόρῃ καὶ τῷ Πλούτῳ καὶ τῇ Καλλιγενείᾳ καὶ τῇ Κουροτρόφῳ τῇ Γῇ καὶ τῷ Ἑρμῇ καὶ Χάρισιν ἐκκλησίαν τήνδε καὶ σύνοδον τὴν νῦν κάλλιστα καὶ ἄριστα ποιῆσαι, πολυωφελῶσ μὲν πόλει τῇ Ἀθηναίων τυχηρῶσ δ’ ἡμῖν αὐταῖσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parodos, prologue2)
(아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parodos, prologue2)
- κατέλιπε δὲ καὶ Θεόφραστοσ εἰσ τὴν τοιαύτην σύνοδον χρήματα, μὰ Δί’ οὐχ ἵνα ἀκολασταίνωσι συνιόντεσ, ἀλλ’ ἵνα τὰ κατὰ τὸν τοῦ συμποσίου λόγον σωφρόνωσ καὶ πεπαιδευμένωσ διεξάγωσι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 24)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 24)
- καὶ πάλιν αὖ διεῖλεν τὰ μὲν δημοθοινίαν ἔχοντα, τὰ δ’ οἰκείων σύνοδον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3 6:5)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3 6:5)
유의어
-
회의
- συνηλυσίη (회의, 만남, 집합)
- συλλογή (회의, 만남, 집합)
- ὁμήγυρις (회의, 만남, 모임)
- συναγωγή (회의, 만남, 집합)
- ἐκκλησίᾱ (국회, 의원)
- συνάντησις (회의, 만남)
- ἄντηστις (회의, 만남)
- ἀπάντημα (회의, 만남)
-
부대
-
성교
-
건설