Ancient Greek-English Dictionary Language

προτρέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προτρέπω προτρέψω

Structure: προ (Prefix) + τρέπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to urge forwards, to turn in headlong flight, to give oneself up
  2. to urge on, impel, to urge on, impel, persuade, roused, I will exhort or urge thee, to be persuaded

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προτρέπω προτρέπεις προτρέπει
Dual προτρέπετον προτρέπετον
Plural προτρέπομεν προτρέπετε προτρέπουσιν*
SubjunctiveSingular προτρέπω προτρέπῃς προτρέπῃ
Dual προτρέπητον προτρέπητον
Plural προτρέπωμεν προτρέπητε προτρέπωσιν*
OptativeSingular προτρέποιμι προτρέποις προτρέποι
Dual προτρέποιτον προτρεποίτην
Plural προτρέποιμεν προτρέποιτε προτρέποιεν
ImperativeSingular προτρέπε προτρεπέτω
Dual προτρέπετον προτρεπέτων
Plural προτρέπετε προτρεπόντων, προτρεπέτωσαν
Infinitive προτρέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προτρεπων προτρεποντος προτρεπουσα προτρεπουσης προτρεπον προτρεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προτρέπομαι προτρέπει, προτρέπῃ προτρέπεται
Dual προτρέπεσθον προτρέπεσθον
Plural προτρεπόμεθα προτρέπεσθε προτρέπονται
SubjunctiveSingular προτρέπωμαι προτρέπῃ προτρέπηται
Dual προτρέπησθον προτρέπησθον
Plural προτρεπώμεθα προτρέπησθε προτρέπωνται
OptativeSingular προτρεποίμην προτρέποιο προτρέποιτο
Dual προτρέποισθον προτρεποίσθην
Plural προτρεποίμεθα προτρέποισθε προτρέποιντο
ImperativeSingular προτρέπου προτρεπέσθω
Dual προτρέπεσθον προτρεπέσθων
Plural προτρέπεσθε προτρεπέσθων, προτρεπέσθωσαν
Infinitive προτρέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προτρεπομενος προτρεπομενου προτρεπομενη προτρεπομενης προτρεπομενον προτρεπομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀφέντασ μὲν γὰρ τοῦτον προτρέψειν καὶ τοὺσ ἄλλουσ, ἐὰν δ’ ἀνέλωσιν, παράδειγμα ποιήσειν ἅπασιν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 40 2:2)

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION