προβάλλω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προβάλλω
προβαλῶ
προβάλεσκον
προβέβληκα
형태분석:
προ
(접두사)
+
βάλλ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 시작하다, 내다, 착수하다
- (active), to throw or lay before, throw to
- to put forward as a defense
- to put forward, begin
- to put forward as an argument or plea
- to put forward or propose for an office
- to propose a question, task, problem, riddle
- to put forth beyond
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οἱ μὲν ἐν κύκλῳ τοῦ πλινθίου ἢ τοῦ κύκλου ἑστηκότεσ τοὺσ θυρεοὺσ προβέβληνται πρὸ σφῶν, οἱ δ̓ ἐφεστηκότεσ αὐτοῖσ ὑπὲρ τῶν κεφαλῶν ἄλλοσ ὑπὲρ ἄλλου ὑπεραιωρήσασ προβάλλεται. (Arrian, chapter 11 7:1)
(아리아노스, chapter 11 7:1)
- "προβάλλεται δὲ κἀν τοῖσ συμποσίοισ γρίφου τάξιν ἔχον περὶ τῶν κοχλιῶν οὕτωσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52154)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 52154)
- ἢν δέ τισ τοῦτο μὲν μεμαθηκότοσ αὐτοῦ ἅμα ἀντιλαμβάνηταί τε τῷ χαλινῷ καὶ σημήνῃ τῶν ὁρμητηρίων τι, οὕτωσ ὑπὸ μὲν τοῦ χαλινοῦ πιεσθείσ, ὑπὸ δὲ τοῦ ὁρμᾶν σημανθῆναι ἐγερθείσ, καὶ προβάλλεται μὲν τὰ στέρνα, αἴρει δὲ ἄνω τὰ σκέλη ὀργιζόμενοσ, οὐ μέντοι ὑγρά γε· (Xenophon, Minor Works, , chapter 10 17:2)
(크세노폰, Minor Works, , chapter 10 17:2)
- ὅ τι ἂν οὖν πρὸσ τοῦτο φαίνηται αὐτῷ ἐμποδίζειν, ἄν τ’ ἀδελφὸσ ᾖ τοῦτο ἄν τε πατὴρ ἄν τε τέκνον ἄν τ’ ἐρώμενοσ ἄν τ’ ἐραστήσ, μισεῖ, προβάλλεται, καταρᾶται. (Epictetus, Works, book 2, 15:1)
(에픽테토스, Works, book 2, 15:1)
- ἐὰν δέ τισ ἄρα δοκῇ τινι τῶν μὴ προβεβλημένων ἀμείνων εἶναι τῶν προβληθέντων τινόσ, ἐπονομάσασ ἀνθ’ ὅτου ὅντινα προβάλλεται, τοῦτ’ αὐτὸ ὀμνὺσ ἀντιπροβαλλέσθω τὸν ἕτερον· (Plato, Laws, book 6 30:2)
(플라톤, Laws, book 6 30:2)
유의어
-
- ἐφίημι (놓다, 낳다, ~에 접촉해 있다)
- παρατίθημι (설명하다, 말하다, 밝히다)
- ὑποβάλλω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)
- ἐπιρρίπτω (놓다, ~에 원인이 있다, ~에 앉다)
- καταστρώννυμι (아래로 버리다, 땅으로 던지다, 떨어지게 하다)
-
to put forward as a defense
-
시작하다
-
to put forward as an argument or plea
-
to put forward or propose for an office
-
to put forth beyond
파생어
- ἀμφιβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἀναβάλλω (두다, 놓다, 연기하다)
- ἀποβάλλω (거절하다, 거부하다, 버리다)
- βάλλω (던지다, 내던지다, 떨어뜨리다)
- διαβάλλω (모욕하다, 중상하다, 욕하다)
- εἰσβάλλω (안으로 나르다, 희생하다, 제공하다)
- ἐκβάλλω (밖으로 던지다, 물가에 던지다, 추방하다)
- ἐμβάλλω (던지다, 집어넣다, 자신을 ~로 던지다)
- ἐνδιαβάλλω (to calumniate in)
- ἐπαναβάλλω (연기하다, 미루다, 휴회시키다)
- ἐπεμβάλλω (입다, 올려놓다, 바르다)
- ἐπιβάλλω (붙이다, 덧붙이다, 언급하다)
- καταβάλλω (끌어내리다, 전복시키다, 낮추다)
- μεταβάλλω (넘겨 던지다, ~를 지나가다, 거치다)
- παραβάλλω (노출시키다, 불거지다, 드러내다)
- παρακαταβάλλω (두다, 놓다, 놓이다)
- παρεμβάλλω (넣다, 지르다, 삽입하다)
- περιβάλλω (~에 대해 말하지 않다, 침묵을 유지하다, 조사하다)
- προαναβάλλομαι (to say or sing by way of prelude)
- προδιαβάλλω (먼저 보다, 미리 보다)
- προεμβάλλω (to put in or insert before, first striking against, to make the charge)
- προπαραβάλλω (to put beside beforehand, to do so for oneself)
- προσαποβάλλω (to throw away besides)
- προσβάλλω (지다, 적용하다, 심다)
- προσδιαβάλλω (to insinuate besides, to slander besides)
- προσεμβάλλω (to throw or put into besides)
- προσπεριβάλλω (둘러싸다, 포위하다, 붙들다)
- προυποβάλλω (to put under as a foundation, to be prepared as materials)
- συγκαταβάλλω (to throw down along with)
- συμβάλλω (연합하다, 참여하다, 연합시키다)
- συνδιαβάλλω (건너오다, 건너다, 건너가다)
- συνεισβάλλω (이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다)
- συνεκβάλλω (to cast out along with, to assist in casting out or expelling)
- συνεμβάλλω (to help in applying, to fall upon also, to join in attacking)
- συνεπιβάλλω (고려하다, 숙고하다, 여기다)
- ὑπερβάλλω (강요하다, 넘겨 던지다, ~를 지나가다)
- ὑποβάλλω (던지다, 자신을 ~로 던지다, 앞으로 던지다)