헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προβάλλω προβαλῶ προβάλεσκον προβέβληκα

형태분석: προ (접두사) + βάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 시작하다, 내다, 착수하다
  1. (active), to throw or lay before, throw to
  2. to put forward as a defense
  3. to put forward, begin
  4. to put forward as an argument or plea
  5. to put forward or propose for an office
  6. to propose a question, task, problem, riddle
  7. to put forth beyond

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προβάλλω

προβάλλεις

προβάλλει

쌍수 προβάλλετον

προβάλλετον

복수 προβάλλομεν

προβάλλετε

προβάλλουσιν*

접속법단수 προβάλλω

προβάλλῃς

προβάλλῃ

쌍수 προβάλλητον

προβάλλητον

복수 προβάλλωμεν

προβάλλητε

προβάλλωσιν*

기원법단수 προβάλλοιμι

προβάλλοις

προβάλλοι

쌍수 προβάλλοιτον

προβαλλοίτην

복수 προβάλλοιμεν

προβάλλοιτε

προβάλλοιεν

명령법단수 προβάλλε

προβαλλέτω

쌍수 προβάλλετον

προβαλλέτων

복수 προβάλλετε

προβαλλόντων, προβαλλέτωσαν

부정사 προβάλλειν

분사 남성여성중성
προβαλλων

προβαλλοντος

προβαλλουσα

προβαλλουσης

προβαλλον

προβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προβάλλομαι

προβάλλει, προβάλλῃ

προβάλλεται

쌍수 προβάλλεσθον

προβάλλεσθον

복수 προβαλλόμεθα

προβάλλεσθε

προβάλλονται

접속법단수 προβάλλωμαι

προβάλλῃ

προβάλληται

쌍수 προβάλλησθον

προβάλλησθον

복수 προβαλλώμεθα

προβάλλησθε

προβάλλωνται

기원법단수 προβαλλοίμην

προβάλλοιο

προβάλλοιτο

쌍수 προβάλλοισθον

προβαλλοίσθην

복수 προβαλλοίμεθα

προβάλλοισθε

προβάλλοιντο

명령법단수 προβάλλου

προβαλλέσθω

쌍수 προβάλλεσθον

προβαλλέσθων

복수 προβάλλεσθε

προβαλλέσθων, προβαλλέσθωσαν

부정사 προβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
προβαλλομενος

προβαλλομενου

προβαλλομενη

προβαλλομενης

προβαλλομενον

προβαλλομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πότερά μοι γρῖφον προβάλλεισ τοῦτον εἰπεῖν, δέσποτα, τῆσ ἁρπαγῆσ τοῦ παιδὸσ εἰ ξύνοιδά τι, ἤ τί δύναται τὸ ῥηθέν; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 88 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 88 1:6)

유의어

  1. to put forward as a defense

  2. 시작하다

  3. to put forward as an argument or plea

  4. to put forward or propose for an office

  5. to put forth beyond

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION