περιοράω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
περιοράω
περιόψομαι
περιεῖδον
περιεόρακα
περιῶμμαι
περιώφθην
Structure:
περι
(Prefix)
+
ὁρά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to look over, overlook, to allow, suffer
- they did, overlook, overlook
- having suffered
- to wait for
- to look about before doing a thing, to watch the turn of events, to watch and wait
- to look round after, watch over
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐκ ἐτόλμησεν ὁ μιαρὸσ οὗτοσ καὶ ἀσεβὴσ καὶ αἰσχροκερδὴσ ἀπὸ τῶν πολλῶν χρημάτων ὧν εἶχε δέκα μόνον τάλαντα δοῦναι, τοσαύτασ ὁρῶν ἐλπίδασ ὑποφαινούσασ εἰσ τὴν Θηβαίων σωτηρίαν, ἀλλὰ περιεῖδεν ἑτέρουσ δόντασ τοῦτο τὸ ἀργύριον, ὥσπερ καὶ Στρατοκλῆσ εἶπεν, ὑπὲρ τοῦ πάλιν ἀπελθεῖν οἴκαδε τοὺσ ἐξεληλυθότασ Ἀρκάδων καὶ μὴ βοηθῆσαι τοῖσ Θηβαίοισ. (Dinarchus, Speeches, 26:1)
- νεανικώτερα ἡμᾶσ, ὦ Φίλων, ἀξιοῖσ ἐκφέρειν ταῦτα πρὸσ τοὺσ πολλοὺσ καὶ ἐπεξιέναι διηγουμένουσ πράγματα ἐν οἴνῳ καὶ μέθῃ γενόμενα, δέον λήθην ποιήσασθαι αὐτῶν καὶ νομίζειν ἐκεῖνα πάντα θεοῦ ἔργα τοῦ Διονύσου εἶναι, ὃσ οὐκ οἶδα εἴ τινα τῶν αὑτοῦ ὀργίων ἀτέλεστον καὶ ἀβάκχευτον περιεῖδεν. (Lucian, Symposium, (no name) 2:3)
- συνέλαβε καὶ κατέδησεν, ἡγούμενοσ ὁ Περσεὺσ οὐδὲν ἔτι δεῖσθαι τῶν χρημάτων τὴν ἐκπολέμωσιν, ἄλυτα τοῦ Γενθίου προδεδωκότοσ ἔχθρασ ἐνέχυρα καὶ διὰ τηλικαύτησ ἀδικίασ ἐμβεβληκότοσ ἑαυτὸν εἰσ τὸν πόλεμον, ἀπεστέρησε τὸν κακοδαίμονα τῶν τριακοσίων ταλάντων, καὶ περιεῖδεν ὀλίγῳ χρόνῳ μετὰ τέκνων καὶ γυναικὸσ ὡσ ἀπὸ νεοττιᾶσ ἀρθέντα τῆσ βασιλείασ ὑπὸ Λευκίου Ἀνικίου στρατηγοῦ πεμφθέντοσ ἐπ’ αὐτὸν μετὰ δυνάμεωσ. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 13 2:1)
- ἐγγὺσ ὢν ὁ Ἀλκιβιάδησ οὐ περιεῖδεν οὐδ’ ἠμέλησεν, ἀλλ’ ἵππῳ προσελάσασ ἐδίδασκε τοὺσ στρατηγοὺσ ὅτι κακῶσ ὁρμοῦσιν ἐν χωρίοισ ἀλιμένοισ καὶ πόλιν οὐκ ἔχουσιν, ἀλλὰ πόρρωθεν ἐκ Σηστοῦ τὰ ἐπιτήδεια λαμβάνοντεσ, καὶ περιορῶντεσ τὸ ναυτικόν, ὅταν ἐπὶ τῆσ γῆσ γένηται, πλανώμενον ὅποι τισ θέλοι καὶ διασπειρόμενον, ἀντεφορμοῦντοσ αὐτοῖσ στόλου πρὸσ ἐπίταγμα μοναρχικὸν εἰθισμένου σιωπῇ πάντα ποιεῖν. (Plutarch, , chapter 36 5:1)
- ἡ δε φανερωτάτη καὶ μεγίστη τῶν ἀπεχθειῶν αὐτῷ πρὸσ τόν δῆμον ἐκ τῆσ δεκάτησ τῶν λαφύρων ὑπῆρξεν, οὐκ ἄλογον, εἰ καὶ μὴ πάνυ δικαίαν ἀρχὴν τῶν πολλῶν λαβόντων, εὔξατο μὲν γὰρ ἐπὶ τοὺσ Οὐηϊούσ, ὡσ ἐοίκε, βαδίζων, εἰ τήν πόλιν ἕλοι, τῷ θεῷ τούτων τήν δεκάτην καθιερώσειν, ἁλούσησ δὲ τῆσ πόλεωσ καὶ διαρπασθείσησ, εἴτ’ ὀκνήσασ ἐνοχλῆσαι τοῖσ πολίταισ, εἴτε λήθη τισ αὐτὸν ὑπὸ τῶν παρόντων πραγμάτων ἔλαβε τῆσ εὐχῆσ, περιεῖδεν ὠφεληθέντασ. (Plutarch, Camillus, chapter 7 4:3)
Synonyms
-
to look over
-
having suffered
-
to wait for
- μένω (I wait for to )
- ὑποκάθημαι (to lie in wait for)
- ἀμφιδοκεύω (to lie in wait for)
- ναυλοχέω (to lie in wait for)
- φυλάσσω (I watch for, wait for)
- περιμένω (they do, wait for)
- διακονέω (I wait on, serve)
- μιμνάζω (to wait, stay)
- προσδέχομαι (waiting for or expecting, expectation, to expect that . .)
- ἀνταναμένω (to wait instead)
- ἐκδέχομαι (to wait for, expect)
- προσδέχομαι (to wait patiently)
- προσανέχω (to wait patiently for)
- μίμνω (to await, wait for, it awaits)
- περιμένω (to wait for, await)
- ἐπαναμένω (to wait longer)
-
to look round after
Derived
- ἀνοράω (to look up)
- ἀφοράω (to look away from, to have in full view, to look at)
- διοράω (to see through, see clearly)
- ἐγκαθοράω (to look closely into, to remark, in)
- εἰσοράω (to look into, look upon, view)
- ἐνοράω (to see, remark, observe)
- ἐξοράω (to see from afar)
- ἐφοράω (to oversee, observe, survey)
- καθοράω (to look down, to look down upon, to have within view)
- ὁράω (I see, look, I behold)
- παροράω (to look at by the way, notice, remark)
- προκαθοράω (to examine beforehand, to reconnoitre)
- προοράω (to see before one, see what is just before the eyes, to look forward to)
- προσοράω (to look at, behold)
- συνοράω (to see together or at the same time, to see in one view, see at a glance)
- ὑπεροράω (to look over, look down upon, to overlook)
- ὑφοράω (to look at from below, view with suspicion or jealousy, suspect)