Ancient Greek-English Dictionary Language

παροράω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: παροράω παρόψομαι παρεῖδον παρῶμμαι παρώφθην

Structure: παρ (Prefix) + ὁρά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to look at by the way, notice, remark
  2. to overlook, disregard, neglect
  3. to see amiss, see wrong
  4. to look sideways

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρόρω παρόρᾳς παρόρᾳ
Dual παρόρᾱτον παρόρᾱτον
Plural παρόρωμεν παρόρᾱτε παρόρωσιν*
SubjunctiveSingular παρόρω παρόρῃς παρόρῃ
Dual παρόρητον παρόρητον
Plural παρόρωμεν παρόρητε παρόρωσιν*
OptativeSingular παρόρῳμι παρόρῳς παρόρῳ
Dual παρόρῳτον παρορῷτην
Plural παρόρῳμεν παρόρῳτε παρόρῳεν
ImperativeSingular παρο͂ρᾱ παρορᾶτω
Dual παρόρᾱτον παρορᾶτων
Plural παρόρᾱτε παρορῶντων, παρορᾶτωσαν
Infinitive παρόρᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρορων παρορωντος παρορωσα παρορωσης παρορων παρορωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρόρωμαι παρόρᾳ παρόρᾱται
Dual παρόρᾱσθον παρόρᾱσθον
Plural παρορῶμεθα παρόρᾱσθε παρόρωνται
SubjunctiveSingular παρόρωμαι παρόρῃ παρόρηται
Dual παρόρησθον παρόρησθον
Plural παρορώμεθα παρόρησθε παρόρωνται
OptativeSingular παρορῷμην παρόρῳο παρόρῳτο
Dual παρόρῳσθον παρορῷσθην
Plural παρορῷμεθα παρόρῳσθε παρόρῳντο
ImperativeSingular παρόρω παρορᾶσθω
Dual παρόρᾱσθον παρορᾶσθων
Plural παρόρᾱσθε παρορᾶσθων, παρορᾶσθωσαν
Infinitive παρόρᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρορωμενος παρορωμενου παρορωμενη παρορωμενης παρορωμενον παρορωμενου

Imperfect tense

Aorist tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐλεεῖσ δὲ πάντασ, ὅτι πάντα δύνασαι, καὶ παρορᾷσ ἁμαρτήματα ἀνθρώπων εἰσ μετάνοιαν. (Septuagint, Liber Sapientiae 11:23)
  • τίνα εὐλαβηθεῖσα ἐφοβήθησ καὶ ἐψεύσω με καὶ οὐκ ἐμνήσθησ μου, οὐδὲ ἔλαβέσ με εἰσ τὴν διάνοιαν οὐδὲ εἰσ τὴν καρδίαν σου̣ καὶ ἐγώ σε ἰδὼν παρορῶ, καὶ ἐμὲ οὐκ ἐφοβήθησ. (Septuagint, Liber Isaiae 57:11)
  • μισόπαισ οὗτοσ, ἐγὼ φιλοπάτωρ γίγνομαι ἐγὼ τὴν φύσιν ἀσπάζομαι, οὗτοσ τὰ τῆσ φύσεωσ παρορᾷ καὶ ^ καθυβρίζει δίκαια. (Lucian, Abdicatus, (no name) 18:4)
  • ἀλλ’ οὗτοσ ἑκὼν καὶ τοὺσ νόμουσ παρορᾷ οἳ τοὺσ οὐδὲν ἠδικηκότασ παῖδασ τῷ γένει φυλάττουσιν, καὶ τὴν φύσιν, ἣ τοὺσ γεννήσαντασ ἕλκει πρὸσ πόθον τῶν γεγεννημένων πολύν. (Lucian, Abdicatus, (no name) 18:9)
  • τάχα γὰρ τύχοισ ἂν χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷσ, ἢ δύναμίν τινα μείζω παραλειπομένην ὑπ’ ἐμῆσ φρενὸσ ἀξυνέτου· (Aristophanes, Birds, Agon, strophe 13)

Synonyms

  1. to look at by the way

  2. to overlook

  3. to see amiss

  4. to look sideways

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION