헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιοράω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιοράω περιόψομαι περιεῖδον περιεόρακα περιῶμμαι περιώφθην

형태분석: περι (접두사) + ὁρά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 겪다, 허락하다, 견디다, 허용하다, 수여하다
  2. 눈 감아주다, 눈감아주다, 간과하다, 등한시하다
  3. 기다리다, 예상하다
  4. 지키다, 유지하다
  1. to look over, overlook, to allow, suffer
  2. they did, overlook, overlook
  3. having suffered
  4. to wait for
  5. to look about before doing a thing, to watch the turn of events, to watch and wait
  6. to look round after, watch over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιόρω

(나는) 겪는다

περιόρᾳς

(너는) 겪는다

περιόρᾳ

(그는) 겪는다

쌍수 περιόρᾱτον

(너희 둘은) 겪는다

περιόρᾱτον

(그 둘은) 겪는다

복수 περιόρωμεν

(우리는) 겪는다

περιόρᾱτε

(너희는) 겪는다

περιόρωσιν*

(그들은) 겪는다

접속법단수 περιόρω

(나는) 겪자

περιόρῃς

(너는) 겪자

περιόρῃ

(그는) 겪자

쌍수 περιόρητον

(너희 둘은) 겪자

περιόρητον

(그 둘은) 겪자

복수 περιόρωμεν

(우리는) 겪자

περιόρητε

(너희는) 겪자

περιόρωσιν*

(그들은) 겪자

기원법단수 περιόρῳμι

(나는) 겪기를 (바라다)

περιόρῳς

(너는) 겪기를 (바라다)

περιόρῳ

(그는) 겪기를 (바라다)

쌍수 περιόρῳτον

(너희 둘은) 겪기를 (바라다)

περιορῷτην

(그 둘은) 겪기를 (바라다)

복수 περιόρῳμεν

(우리는) 겪기를 (바라다)

περιόρῳτε

(너희는) 겪기를 (바라다)

περιόρῳεν

(그들은) 겪기를 (바라다)

명령법단수 περιο͂ρᾱ

(너는) 겪어라

περιορᾶτω

(그는) 겪어라

쌍수 περιόρᾱτον

(너희 둘은) 겪어라

περιορᾶτων

(그 둘은) 겪어라

복수 περιόρᾱτε

(너희는) 겪어라

περιορῶντων, περιορᾶτωσαν

(그들은) 겪어라

부정사 περιόρᾱν

겪는 것

분사 남성여성중성
περιορων

περιορωντος

περιορωσα

περιορωσης

περιορων

περιορωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιόρωμαι

(나는) 겪어진다

περιόρᾳ

(너는) 겪어진다

περιόρᾱται

(그는) 겪어진다

쌍수 περιόρᾱσθον

(너희 둘은) 겪어진다

περιόρᾱσθον

(그 둘은) 겪어진다

복수 περιορῶμεθα

(우리는) 겪어진다

περιόρᾱσθε

(너희는) 겪어진다

περιόρωνται

(그들은) 겪어진다

접속법단수 περιόρωμαι

(나는) 겪어지자

περιόρῃ

(너는) 겪어지자

περιόρηται

(그는) 겪어지자

쌍수 περιόρησθον

(너희 둘은) 겪어지자

περιόρησθον

(그 둘은) 겪어지자

복수 περιορώμεθα

(우리는) 겪어지자

περιόρησθε

(너희는) 겪어지자

περιόρωνται

(그들은) 겪어지자

기원법단수 περιορῷμην

(나는) 겪어지기를 (바라다)

περιόρῳο

(너는) 겪어지기를 (바라다)

περιόρῳτο

(그는) 겪어지기를 (바라다)

쌍수 περιόρῳσθον

(너희 둘은) 겪어지기를 (바라다)

περιορῷσθην

(그 둘은) 겪어지기를 (바라다)

복수 περιορῷμεθα

(우리는) 겪어지기를 (바라다)

περιόρῳσθε

(너희는) 겪어지기를 (바라다)

περιόρῳντο

(그들은) 겪어지기를 (바라다)

명령법단수 περιόρω

(너는) 겪어져라

περιορᾶσθω

(그는) 겪어져라

쌍수 περιόρᾱσθον

(너희 둘은) 겪어져라

περιορᾶσθων

(그 둘은) 겪어져라

복수 περιόρᾱσθε

(너희는) 겪어져라

περιορᾶσθων, περιορᾶσθωσαν

(그들은) 겪어져라

부정사 περιόρᾱσθαι

겪어지는 것

분사 남성여성중성
περιορωμενος

περιορωμενου

περιορωμενη

περιορωμενης

περιορωμενον

περιορωμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιόψομαι

(나는) 겪겠다

περιόψει, περιόψῃ

(너는) 겪겠다

περιόψεται

(그는) 겪겠다

쌍수 περιόψεσθον

(너희 둘은) 겪겠다

περιόψεσθον

(그 둘은) 겪겠다

복수 περιοψόμεθα

(우리는) 겪겠다

περιόψεσθε

(너희는) 겪겠다

περιόψονται

(그들은) 겪겠다

기원법단수 περιοψοίμην

(나는) 겪겠기를 (바라다)

περιόψοιο

(너는) 겪겠기를 (바라다)

περιόψοιτο

(그는) 겪겠기를 (바라다)

쌍수 περιόψοισθον

(너희 둘은) 겪겠기를 (바라다)

περιοψοίσθην

(그 둘은) 겪겠기를 (바라다)

복수 περιοψοίμεθα

(우리는) 겪겠기를 (바라다)

περιόψοισθε

(너희는) 겪겠기를 (바라다)

περιόψοιντο

(그들은) 겪겠기를 (바라다)

부정사 περιόψεσθαι

겪을 것

분사 남성여성중성
περιοψομενος

περιοψομενου

περιοψομενη

περιοψομενης

περιοψομενον

περιοψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιῶρων

(나는) 겪고 있었다

περιῶρᾱς

(너는) 겪고 있었다

περιῶρᾱν*

(그는) 겪고 있었다

쌍수 περιώρᾱτον

(너희 둘은) 겪고 있었다

περιωρᾶτην

(그 둘은) 겪고 있었다

복수 περιώρωμεν

(우리는) 겪고 있었다

περιώρᾱτε

(너희는) 겪고 있었다

περιῶρων

(그들은) 겪고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιωρῶμην

(나는) 겪어지고 있었다

περιώρω

(너는) 겪어지고 있었다

περιώρᾱτο

(그는) 겪어지고 있었다

쌍수 περιώρᾱσθον

(너희 둘은) 겪어지고 있었다

περιωρᾶσθην

(그 둘은) 겪어지고 있었다

복수 περιωρῶμεθα

(우리는) 겪어지고 있었다

περιώρᾱσθε

(너희는) 겪어지고 있었다

περιώρωντο

(그들은) 겪어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίειδον

(나는) 겪었다

περίειδες

(너는) 겪었다

περίειδεν*

(그는) 겪었다

쌍수 περιεῖδετον

(너희 둘은) 겪었다

περιείδετην

(그 둘은) 겪었다

복수 περιεῖδομεν

(우리는) 겪었다

περιεῖδετε

(너희는) 겪었다

περίειδον

(그들은) 겪었다

명령법단수 περιίδε

(너는) 겪었어라

περιιδέτω

(그는) 겪었어라

쌍수 περιίδετον

(너희 둘은) 겪었어라

περιιδέτων

(그 둘은) 겪었어라

복수 περιίδετε

(너희는) 겪었어라

περιιδόντων

(그들은) 겪었어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτο γὰρ μείζω οἶμαι ποιεῖν τὴν ἐμὴν εὐεργεσίαν, ὃσ οὔτε υἱὸσ ὢν τότε οὔτε ἀναγκαίαν τῆσ θεραπείασ ἔχων αἰτίαν ἀλλὰ ἐλεύθεροσ καθεστὼσ καὶ ἀλλότριοσ, τῆσ φυσικῆσ αἰτίασ ἀφειμένοσ, ὅμωσ οὐ περιεῖδον, ἀλλ’ ἐθελοντήσ, ἄκλητοσ, αὐτεπάγγελτοσ ἧκον ἐβοήθησα, προσελιπάρησα, ἰασάμην, ἀνέστησα, καὶ τὸν πατέρα ἐμαυτῷ διεφύλαξα, καὶ ὑπὲρ τῆσ ἀποκηρύξεωσ ἀπελογησάμην, καὶ τῇ εὐνοίᾳ τὴν ὀργὴν ἔπαυσα, καὶ τὸν νόμον ἔλυσα τῇ φιλοστοργίᾳ, καὶ μεγάλη εὐεργεσίασ τὴν ἐσ τὸ γένοσ ἐπάνοδον ἐπριάμην, καὶ ἐν οὕτωσ ἐπισφαλεῖ καιρῷ τὴν πρὸσ τὸν πατέρα πίστιν ἐπεδειξάμην, καὶ μετὰ τῆσ τέχνησ ἐμαυτὸν ἐσεποίησα, καὶ γνήσιοσ υἱὸσ ἐν τοῖσ δεινοῖσ ἀνεφάνην. (Lucian, Abdicatus, (no name) 16:1)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 16:1)

  • ἀλλὰ σύ, ὦ φιλότησ, μὴ πάθῃσ αὐτὸ πρὸσ ἐμέ, εἴ σε θησαυροὺσ ἀνορύττοντα καὶ πετόμενον καί τινασ ἐννοίασ ὑπερφυεῖσ ἐννοοῦντα καί τινασ ἐλπίδασ ἀνεφίκτουσ ἐλπίζοντα φίλοσ ὢν οὐ περιεῖδον διὰ παντὸσ τοῦ βίου ὀνείρῳ ἡδεῖ μὲν ἴσωσ, ἀτὰρ ὀνείρῳ γε συνόντα, διαναστάντα δὲ ἀξιῶ πράττειν τι τῶν ἀναγκαίων καὶ ὅ σε παραπέμψει ἐσ τὸ λοιπον τοῦ βίου τὰ κοινὰ ταῦτα φρονοῦντα· (Lucian, 148:1)

    (루키아노스, 148:1)

  • περὶ ἧσ ἄξιον θαυμάζειν πῶσ περιεῖδον Ἀθηναῖοι οὕτωσ προσαγορευομένην τὴν πόρνην, πανηγύρεωσ ἐνδοξοτάτησ ὀνόματι κεχρημένην· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 51 4:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 51 4:2)

  • εἰ γὰρ ἠγγυησάμην ἐγὼ τούτῳ τὸν Παρμένοντα, οὐκ ἔστιν ὅπωσ τούτῳ μὲν ὑπὲρ ἐκείνου ἀπηχθόμην, πρόνοιαν ποιούμενοσ ὅπωσ μὴ ἀπολεῖ ἃ δι’ ἐμοῦ τούτῳ συνέβαλεν, αὐτὸσ δ’ ἐμαυτὸν περιεῖδον ἂν ὑπ’ ἐκείνου πρὸσ τοῦτον ἐν ἐγγύῃ καταλειπόμενον. (Demosthenes, Speeches 31-40, 39:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 39:1)

  • ἔπειτα, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, ἐνθυμεῖσθε ὅτι, εἰ τὰ μάλιστα περιεγένετο τὰ χρήματα ταῦτα, ὥσπερ οὗτοί φασιν, οὐκ ἂν ὁ ἐμὸσ πατὴρ αὐτὰ ἔλαβεν, ἀλλ’ οἱ τοῦ Παμφίλου υἱεῖσ, Βοιωτὸσ καὶ Ἡδύλοσ καὶ Εὐθύδημοσ, οἳ οὐκ ἂν δήπου ἐπὶ μὲν τῷ τἀλλότρια λαμβάνειν ὅτι ἂν οὖν ἐποίουν, ὡσ καὶ ὑμεῖσ ἅπαντεσ ἴστε, τὰ δ’ αὑτῶν τὸν ἐμὸν πατέρα περιεῖδον κομισάμενον. (Demosthenes, Speeches 31-40, 29:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 29:1)

유의어

  1. 겪다

  2. having suffered

  3. 기다리다

  4. 지키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION