παραπέμπω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραπέμπω
παραπέμψω
형태분석:
παρα
(접두사)
+
πέμπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 호위하다, 인도하다, 우회시키다, 실시하다
- 보내다, 방출하다, 휘두르다
- 나르다, 떠돌다, 옮기다
- 쫓아내다, 해산시키다, 무시하다
- to send past, convey past or through
- to send by or along the coast
- to escort, convoy, convoying
- to convoy
- to send, to the flank
- to pass on to, to waft
- to send away, dismiss
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὄψον δὲ ταὐτὸν ἀεί ποτε πᾶσίν ἐστιν, ὑειόν κρέασ ἑφθόν, ἐνίοτε δ’ οὐδ’ ὁτιμενοῦν πλὴν ὄψον τι μικρὸν ἔχον σταθμὸν ὡσ τέταρτον μάλιστα, καὶ παρὰ τοῦτο ἕτερον οὐδὲν πλὴν ὅ γε ἀπὸ τούτων ζωμὸσ ἱκανὸσ ὢν παρὰ πᾶν τὸ δεῖπνον ἅπαντασ αὐτοὺσ παραπέμπειν, κἂν ἄρα ἐλάα τισ ἢ τυρὸσ ἢ σῦκον, ἀλλὰ κἄν τι λάβωσιν ἐπιδόσιμον, ἰχθὺν ἢ λαγὼν ἢ φάτταν ἤ τι τοιοῦτον, εἶτ’ ὀξέωσ ἤδη δεδειπνηκόσιν ὕστερα περιφέρεται ταῦτα τὰ ἐπάικλα καλούμενα, συμφέρει δ’ ἕκαστοσ εἰσ τὸ φιδίτιον ἀλφίτων μὲν ὡσ τρία μάλιστα ἡμιμέδιμνα ’ Ἀττικά, οἴνου δὲ χοεῖσ ἕνδεκά τινασ ἢ δώδεκα, παρὰ δὲ ταῦτα τυροῦ σταθμόν τινα καὶ σύκων, ἔτι δὲ εἰσ ὀψωνίαν περὶ δέκα τινὰσ Αἰγιναίουσ ὀβολούσ Σφαῖροσ δ’ ἐν τρίτῳ Λακωνικῆσ πολιτείασ γράφει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 19 1:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 19 1:1)
- ἔπραττε δὲ ταῦτα διασύρων τὸ πρᾶγμα, καὶ διδάσκων ὅτι παίζοντα δεῖ τῇ παιδιᾷ χρῆσθαι καὶ χάριτι παραπέμπειν ἀτύφῳ μᾶλλον ἢ παρασκευαῖσ καὶ πολυτελείαισ, εἰσ τὰ μηδενὸσ ἄξια φροντίδασ μεγάλασ καὶ σπουδὰσ κατατιθέμενον. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 46 5:1)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 46 5:1)
- Φουρνίου δὲ λέγοντοσ, ὃσ ἦν ἀξιώματοσ μεγάλου καὶ δεινότατοσ εἰπεῖν Ῥωμαίων, τὴν μὲν Κλεοπάτραν ἐν φορείῳ διὰ τῆσ ἀγορᾶσ κομίζεσθαι, τὸν δὲ Ἀντώνιον, ὡσ εἶδεν, ἀναπηδήσαντα τὴν μὲν δίκην ἀπολιπεῖν, ἐκκρεμαννύμενον δὲ τοῦ φορείου παραπέμπειν ἐκείνην. (Plutarch, Antony, chapter 58 6:2)
(플루타르코스, Antony, chapter 58 6:2)
- τῷ δὲ Σύλλᾳ πρώτη μὲν ἦλθεν ἀγγελία τόν Πομπήϊον ἀφεστάναι, καὶ πρὸσ τοὺσ φίλουσ εἶπεν ὡσ ἄρα πεπρωμένον ἦν αὐτῷ γενομένῳ γέροντι παίδων ἀγῶνασ ἀγωνίζεσθαι, διὰ τὸ καὶ Μάριον αὐτῷ νέον ὄντα κομιδῇ πλεῖστα πράγματα παρασχεῖν καὶ εἰσ τοὺσ ἐσχάτουσ περιστῆσαι κινδύνουσ, πυθόμενοσ δὲ τἀληθῆ, καὶ πάντασ ἀνθρώπουσ αἰσθανόμενοσ δέχεσθαι καὶ παραπέμπειν τὸν Πομπήϊον ὡρμημένουσ μετ’ εὐνοίασ, ἔσπευδεν ὑπερβαλέσθαι· (Plutarch, Pompey, chapter 13 3:1)
(플루타르코스, Pompey, chapter 13 3:1)
- καὶ τῆσ μὲν Παράλου ταμιεύων τότε, ὅτε τὴν ἐπὶ Θηβαίουσ ἔξοδον εἰσ Εὔβοιαν ἐποιεῖσθ’ ὑμεῖσ, δώδεκα τῆσ πόλεωσ τάλαντ’ ἀναλίσκειν ταχθείσ, ἀξιούντων ὑμῶν πλεῖν καὶ παραπέμπειν τοὺσ στρατιώτασ οὐκ ἐβοήθησεν, ἀλλ’ ἤδη τῶν σπονδῶν γεγονυιῶν, ἃσ Διοκλῆσ ἐσπείσατο Θηβαίοισ, ἧκεν. (Demosthenes, Speeches 21-30, 226:1)
(데모스테네스, Speeches 21-30, 226:1)
유의어
-
to send past
- παραπλέω (to sail by or past, sailed past or through, sailing past)
-
to send by or along the coast
-
호위하다
-
보내다
-
나르다
-
쫓아내다
- προίημι (가다, 나아가다, 해산시키다)
- προιάλλω (무시하다, 웃다, 방출하다)
- ἀποστέλλω (보내다, 쫓아내다)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προαποπέμπω (to send away before)
- διίημι (무시하다, 웃다, 해산시키다)
- ἀποστέλλω (추방하다, 떨쳐버리다)
- ἀποπέμπω (개가하다, 이혼하다, 무시하다)
파생어
- ἀναπέμπω (방출하다, 내뿜다, 생산하다)
- ἀποπέμπω (개가하다, 이혼하다, 무시하다)
- διαπέμπω (전달하다, 보내다, 전송하다)
- εἰσπέμπω (가져오다, 안으로 보내다, 안에 넣다)
- ἐκπέμπω (출발하다, 떠나다, 떠나가다)
- ἐπιπέμπω (to send besides or again, to send upon or to, to send upon or against)
- καταπέμπω (추진하다, 진척시키다, 파견하다)
- μεταπέμπω (소환하다, 부르다, 불러내다)
- πέμπω (보내다, 추진하다, 진척시키다)
- περιπέμπω (to send round, dispatch in all directions)
- προαποπέμπω (to send away before)
- προεκπέμπω (to send out before)
- προπέμπω (야기시키다, 유발시키다, 불러일으키다)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προσπέμπω (보내다, 있다, 돌보다)
- συμπέμπω (to send with or at the same time, to help in conducting)
- συναναπέμπω (to send up together)
- συναποπέμπω (to send off together)
- συνεκπέμπω (to send out together)
- ὑπεκπέμπω (to send out secretly, I was sent out secretly)
- ὑποπέμπω (to send under, to be sent beneath, to send secretly: to send as a spy)