헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρηματίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χρηματίζω

형태분석: χρηματίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: xrh=ma

  1. 상의하다, 신중히 생각하다, 숙고하다
  2. 불리다
  1. to negotiate, transact business, have dealings
  2. to consult, deliberate
  3. to give audience to, to answer after deliberation
  4. to give a response, to receive an answer or warning, a warning had been given
  5. to negotiate or transact business for oneself, to make money
  6. to transact business, have dealings, hold conference with
  7. to traffic in
  8. to take and bear a title or name, to be called or styled, to be called

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρηματίζω

χρηματίζεις

χρηματίζει

쌍수 χρηματίζετον

χρηματίζετον

복수 χρηματίζομεν

χρηματίζετε

χρηματίζουσιν*

접속법단수 χρηματίζω

χρηματίζῃς

χρηματίζῃ

쌍수 χρηματίζητον

χρηματίζητον

복수 χρηματίζωμεν

χρηματίζητε

χρηματίζωσιν*

기원법단수 χρηματίζοιμι

χρηματίζοις

χρηματίζοι

쌍수 χρηματίζοιτον

χρηματιζοίτην

복수 χρηματίζοιμεν

χρηματίζοιτε

χρηματίζοιεν

명령법단수 χρημάτιζε

χρηματιζέτω

쌍수 χρηματίζετον

χρηματιζέτων

복수 χρηματίζετε

χρηματιζόντων, χρηματιζέτωσαν

부정사 χρηματίζειν

분사 남성여성중성
χρηματιζων

χρηματιζοντος

χρηματιζουσα

χρηματιζουσης

χρηματιζον

χρηματιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρηματίζομαι

χρηματίζει, χρηματίζῃ

χρηματίζεται

쌍수 χρηματίζεσθον

χρηματίζεσθον

복수 χρηματιζόμεθα

χρηματίζεσθε

χρηματίζονται

접속법단수 χρηματίζωμαι

χρηματίζῃ

χρηματίζηται

쌍수 χρηματίζησθον

χρηματίζησθον

복수 χρηματιζώμεθα

χρηματίζησθε

χρηματίζωνται

기원법단수 χρηματιζοίμην

χρηματίζοιο

χρηματίζοιτο

쌍수 χρηματίζοισθον

χρηματιζοίσθην

복수 χρηματιζοίμεθα

χρηματίζοισθε

χρηματίζοιντο

명령법단수 χρηματίζου

χρηματιζέσθω

쌍수 χρηματίζεσθον

χρηματιζέσθων

복수 χρηματίζεσθε

χρηματιζέσθων, χρηματιζέσθωσαν

부정사 χρηματίζεσθαι

분사 남성여성중성
χρηματιζομενος

χρηματιζομενου

χρηματιζομενη

χρηματιζομενης

χρηματιζομενον

χρηματιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 상의하다

  2. to traffic in

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION