헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νοέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: νοέω νοήσω ἐνόησα νενόηκα νενόημαι νοῆσην

형태분석: νοέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 인지하다, 관찰하다, 알아차리다, 보다, 바라보다
  2. 생각하다, 가정하다, 판단하다
  3. 고안하다, 생각해내다, 준비하다, 고치다, 수선하다
  1. to perceive, observe, see, notice
  2. to think, suppose
  3. to think out, devise, contrive, (in infinitive) to be minded to do a thing

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νόω

(나는) 인지한다

νόεις

(너는) 인지한다

νόει

(그는) 인지한다

쌍수 νόειτον

(너희 둘은) 인지한다

νόειτον

(그 둘은) 인지한다

복수 νόουμεν

(우리는) 인지한다

νόειτε

(너희는) 인지한다

νόουσιν*

(그들은) 인지한다

접속법단수 νόω

(나는) 인지하자

νόῃς

(너는) 인지하자

νόῃ

(그는) 인지하자

쌍수 νόητον

(너희 둘은) 인지하자

νόητον

(그 둘은) 인지하자

복수 νόωμεν

(우리는) 인지하자

νόητε

(너희는) 인지하자

νόωσιν*

(그들은) 인지하자

기원법단수 νόοιμι

(나는) 인지하기를 (바라다)

νόοις

(너는) 인지하기를 (바라다)

νόοι

(그는) 인지하기를 (바라다)

쌍수 νόοιτον

(너희 둘은) 인지하기를 (바라다)

νοοίτην

(그 둘은) 인지하기를 (바라다)

복수 νόοιμεν

(우리는) 인지하기를 (바라다)

νόοιτε

(너희는) 인지하기를 (바라다)

νόοιεν

(그들은) 인지하기를 (바라다)

명령법단수 νο͂ει

(너는) 인지해라

νοεῖτω

(그는) 인지해라

쌍수 νόειτον

(너희 둘은) 인지해라

νοεῖτων

(그 둘은) 인지해라

복수 νόειτε

(너희는) 인지해라

νοοῦντων, νοεῖτωσαν

(그들은) 인지해라

부정사 νόειν

인지하는 것

분사 남성여성중성
νοων

νοουντος

νοουσα

νοουσης

νοουν

νοουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νόουμαι

(나는) 인지된다

νόει, νόῃ

(너는) 인지된다

νόειται

(그는) 인지된다

쌍수 νόεισθον

(너희 둘은) 인지된다

νόεισθον

(그 둘은) 인지된다

복수 νοοῦμεθα

(우리는) 인지된다

νόεισθε

(너희는) 인지된다

νόουνται

(그들은) 인지된다

접속법단수 νόωμαι

(나는) 인지되자

νόῃ

(너는) 인지되자

νόηται

(그는) 인지되자

쌍수 νόησθον

(너희 둘은) 인지되자

νόησθον

(그 둘은) 인지되자

복수 νοώμεθα

(우리는) 인지되자

νόησθε

(너희는) 인지되자

νόωνται

(그들은) 인지되자

기원법단수 νοοίμην

(나는) 인지되기를 (바라다)

νόοιο

(너는) 인지되기를 (바라다)

νόοιτο

(그는) 인지되기를 (바라다)

쌍수 νόοισθον

(너희 둘은) 인지되기를 (바라다)

νοοίσθην

(그 둘은) 인지되기를 (바라다)

복수 νοοίμεθα

(우리는) 인지되기를 (바라다)

νόοισθε

(너희는) 인지되기를 (바라다)

νόοιντο

(그들은) 인지되기를 (바라다)

명령법단수 νόου

(너는) 인지되어라

νοεῖσθω

(그는) 인지되어라

쌍수 νόεισθον

(너희 둘은) 인지되어라

νοεῖσθων

(그 둘은) 인지되어라

복수 νόεισθε

(너희는) 인지되어라

νοεῖσθων, νοεῖσθωσαν

(그들은) 인지되어라

부정사 νόεισθαι

인지되는 것

분사 남성여성중성
νοουμενος

νοουμενου

νοουμενη

νοουμενης

νοουμενον

νοουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοήσω

(나는) 인지하겠다

νοήσεις

(너는) 인지하겠다

νοήσει

(그는) 인지하겠다

쌍수 νοήσετον

(너희 둘은) 인지하겠다

νοήσετον

(그 둘은) 인지하겠다

복수 νοήσομεν

(우리는) 인지하겠다

νοήσετε

(너희는) 인지하겠다

νοήσουσιν*

(그들은) 인지하겠다

기원법단수 νοήσοιμι

(나는) 인지하겠기를 (바라다)

νοήσοις

(너는) 인지하겠기를 (바라다)

νοήσοι

(그는) 인지하겠기를 (바라다)

쌍수 νοήσοιτον

(너희 둘은) 인지하겠기를 (바라다)

νοησοίτην

(그 둘은) 인지하겠기를 (바라다)

복수 νοήσοιμεν

(우리는) 인지하겠기를 (바라다)

νοήσοιτε

(너희는) 인지하겠기를 (바라다)

νοήσοιεν

(그들은) 인지하겠기를 (바라다)

부정사 νοήσειν

인지할 것

분사 남성여성중성
νοησων

νοησοντος

νοησουσα

νοησουσης

νοησον

νοησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοήσομαι

(나는) 인지되겠다

νοήσει, νοήσῃ

(너는) 인지되겠다

νοήσεται

(그는) 인지되겠다

쌍수 νοήσεσθον

(너희 둘은) 인지되겠다

νοήσεσθον

(그 둘은) 인지되겠다

복수 νοησόμεθα

(우리는) 인지되겠다

νοήσεσθε

(너희는) 인지되겠다

νοήσονται

(그들은) 인지되겠다

기원법단수 νοησοίμην

(나는) 인지되겠기를 (바라다)

νοήσοιο

(너는) 인지되겠기를 (바라다)

νοήσοιτο

(그는) 인지되겠기를 (바라다)

쌍수 νοήσοισθον

(너희 둘은) 인지되겠기를 (바라다)

νοησοίσθην

(그 둘은) 인지되겠기를 (바라다)

복수 νοησοίμεθα

(우리는) 인지되겠기를 (바라다)

νοήσοισθε

(너희는) 인지되겠기를 (바라다)

νοήσοιντο

(그들은) 인지되겠기를 (바라다)

부정사 νοήσεσθαι

인지될 것

분사 남성여성중성
νοησομενος

νοησομενου

νοησομενη

νοησομενης

νοησομενον

νοησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νοησήσομαι

(나는) 인지되겠다

νοησήσῃ

(너는) 인지되겠다

νοησήσεται

(그는) 인지되겠다

쌍수 νοησήσεσθον

(너희 둘은) 인지되겠다

νοησήσεσθον

(그 둘은) 인지되겠다

복수 νοησησόμεθα

(우리는) 인지되겠다

νοησήσεσθε

(너희는) 인지되겠다

νοησήσονται

(그들은) 인지되겠다

기원법단수 νοησησοίμην

(나는) 인지되겠기를 (바라다)

νοησήσοιο

(너는) 인지되겠기를 (바라다)

νοησήσοιτο

(그는) 인지되겠기를 (바라다)

쌍수 νοησήσοισθον

(너희 둘은) 인지되겠기를 (바라다)

νοησησοίσθην

(그 둘은) 인지되겠기를 (바라다)

복수 νοησησοίμεθα

(우리는) 인지되겠기를 (바라다)

νοησήσοισθε

(너희는) 인지되겠기를 (바라다)

νοησήσοιντο

(그들은) 인지되겠기를 (바라다)

부정사 νοησήσεσθαι

인지될 것

분사 남성여성중성
νοησησομενος

νοησησομενου

νοησησομενη

νοησησομενης

νοησησομενον

νοησησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνο͂ουν

(나는) 인지하고 있었다

ἐνο͂εις

(너는) 인지하고 있었다

ἐνο͂ειν*

(그는) 인지하고 있었다

쌍수 ἐνόειτον

(너희 둘은) 인지하고 있었다

ἐνοεῖτην

(그 둘은) 인지하고 있었다

복수 ἐνόουμεν

(우리는) 인지하고 있었다

ἐνόειτε

(너희는) 인지하고 있었다

ἐνο͂ουν

(그들은) 인지하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνοοῦμην

(나는) 인지되고 있었다

ἐνόου

(너는) 인지되고 있었다

ἐνόειτο

(그는) 인지되고 있었다

쌍수 ἐνόεισθον

(너희 둘은) 인지되고 있었다

ἐνοεῖσθην

(그 둘은) 인지되고 있었다

복수 ἐνοοῦμεθα

(우리는) 인지되고 있었다

ἐνόεισθε

(너희는) 인지되고 있었다

ἐνόουντο

(그들은) 인지되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνόησα

(나는) 인지했다

ἐνόησας

(너는) 인지했다

ἐνόησεν*

(그는) 인지했다

쌍수 ἐνοήσατον

(너희 둘은) 인지했다

ἐνοησάτην

(그 둘은) 인지했다

복수 ἐνοήσαμεν

(우리는) 인지했다

ἐνοήσατε

(너희는) 인지했다

ἐνόησαν

(그들은) 인지했다

접속법단수 νοήσω

(나는) 인지했자

νοήσῃς

(너는) 인지했자

νοήσῃ

(그는) 인지했자

쌍수 νοήσητον

(너희 둘은) 인지했자

νοήσητον

(그 둘은) 인지했자

복수 νοήσωμεν

(우리는) 인지했자

νοήσητε

(너희는) 인지했자

νοήσωσιν*

(그들은) 인지했자

기원법단수 νοήσαιμι

(나는) 인지했기를 (바라다)

νοήσαις

(너는) 인지했기를 (바라다)

νοήσαι

(그는) 인지했기를 (바라다)

쌍수 νοήσαιτον

(너희 둘은) 인지했기를 (바라다)

νοησαίτην

(그 둘은) 인지했기를 (바라다)

복수 νοήσαιμεν

(우리는) 인지했기를 (바라다)

νοήσαιτε

(너희는) 인지했기를 (바라다)

νοήσαιεν

(그들은) 인지했기를 (바라다)

명령법단수 νόησον

(너는) 인지했어라

νοησάτω

(그는) 인지했어라

쌍수 νοήσατον

(너희 둘은) 인지했어라

νοησάτων

(그 둘은) 인지했어라

복수 νοήσατε

(너희는) 인지했어라

νοησάντων

(그들은) 인지했어라

부정사 νοήσαι

인지했는 것

분사 남성여성중성
νοησᾱς

νοησαντος

νοησᾱσα

νοησᾱσης

νοησαν

νοησαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνοησάμην

(나는) 인지되었다

ἐνοήσω

(너는) 인지되었다

ἐνοήσατο

(그는) 인지되었다

쌍수 ἐνοήσασθον

(너희 둘은) 인지되었다

ἐνοησάσθην

(그 둘은) 인지되었다

복수 ἐνοησάμεθα

(우리는) 인지되었다

ἐνοήσασθε

(너희는) 인지되었다

ἐνοήσαντο

(그들은) 인지되었다

접속법단수 νοήσωμαι

(나는) 인지되었자

νοήσῃ

(너는) 인지되었자

νοήσηται

(그는) 인지되었자

쌍수 νοήσησθον

(너희 둘은) 인지되었자

νοήσησθον

(그 둘은) 인지되었자

복수 νοησώμεθα

(우리는) 인지되었자

νοήσησθε

(너희는) 인지되었자

νοήσωνται

(그들은) 인지되었자

기원법단수 νοησαίμην

(나는) 인지되었기를 (바라다)

νοήσαιο

(너는) 인지되었기를 (바라다)

νοήσαιτο

(그는) 인지되었기를 (바라다)

쌍수 νοήσαισθον

(너희 둘은) 인지되었기를 (바라다)

νοησαίσθην

(그 둘은) 인지되었기를 (바라다)

복수 νοησαίμεθα

(우리는) 인지되었기를 (바라다)

νοήσαισθε

(너희는) 인지되었기를 (바라다)

νοήσαιντο

(그들은) 인지되었기를 (바라다)

명령법단수 νόησαι

(너는) 인지되었어라

νοησάσθω

(그는) 인지되었어라

쌍수 νοήσασθον

(너희 둘은) 인지되었어라

νοησάσθων

(그 둘은) 인지되었어라

복수 νοήσασθε

(너희는) 인지되었어라

νοησάσθων

(그들은) 인지되었어라

부정사 νοήσεσθαι

인지되었는 것

분사 남성여성중성
νοησαμενος

νοησαμενου

νοησαμενη

νοησαμενης

νοησαμενον

νοησαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνοήσην

(나는) 인지되었다

ἐνοήσης

(너는) 인지되었다

ἐνοήση

(그는) 인지되었다

쌍수 ἐνοήσητον

(너희 둘은) 인지되었다

ἐνοησήτην

(그 둘은) 인지되었다

복수 ἐνοήσημεν

(우리는) 인지되었다

ἐνοήσητε

(너희는) 인지되었다

ἐνοήσησαν

(그들은) 인지되었다

접속법단수 νοήσω

(나는) 인지되었자

νοήσῃς

(너는) 인지되었자

νοήσῃ

(그는) 인지되었자

쌍수 νοήσητον

(너희 둘은) 인지되었자

νοήσητον

(그 둘은) 인지되었자

복수 νοήσωμεν

(우리는) 인지되었자

νοήσητε

(너희는) 인지되었자

νοήσωσιν*

(그들은) 인지되었자

기원법단수 νοησείην

(나는) 인지되었기를 (바라다)

νοησείης

(너는) 인지되었기를 (바라다)

νοησείη

(그는) 인지되었기를 (바라다)

쌍수 νοησείητον

(너희 둘은) 인지되었기를 (바라다)

νοησειήτην

(그 둘은) 인지되었기를 (바라다)

복수 νοησείημεν

(우리는) 인지되었기를 (바라다)

νοησείητε

(너희는) 인지되었기를 (바라다)

νοησείησαν

(그들은) 인지되었기를 (바라다)

명령법단수 νοήσητι

(너는) 인지되었어라

νοησήτω

(그는) 인지되었어라

쌍수 νοήσητον

(너희 둘은) 인지되었어라

νοησήτων

(그 둘은) 인지되었어라

복수 νοήσητε

(너희는) 인지되었어라

νοησέντων

(그들은) 인지되었어라

부정사 νοησῆναι

인지되었는 것

분사 남성여성중성
νοησεις

νοησεντος

νοησεισα

νοησεισης

νοησεν

νοησεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νενόηκα

(나는) 인지했다

νενόηκας

(너는) 인지했다

νενόηκεν*

(그는) 인지했다

쌍수 νενοήκατον

(너희 둘은) 인지했다

νενοήκατον

(그 둘은) 인지했다

복수 νενοήκαμεν

(우리는) 인지했다

νενοήκατε

(너희는) 인지했다

νενοήκᾱσιν*

(그들은) 인지했다

접속법단수 νενοήκω

(나는) 인지했자

νενοήκῃς

(너는) 인지했자

νενοήκῃ

(그는) 인지했자

쌍수 νενοήκητον

(너희 둘은) 인지했자

νενοήκητον

(그 둘은) 인지했자

복수 νενοήκωμεν

(우리는) 인지했자

νενοήκητε

(너희는) 인지했자

νενοήκωσιν*

(그들은) 인지했자

기원법단수 νενοήκοιμι

(나는) 인지했기를 (바라다)

νενοήκοις

(너는) 인지했기를 (바라다)

νενοήκοι

(그는) 인지했기를 (바라다)

쌍수 νενοήκοιτον

(너희 둘은) 인지했기를 (바라다)

νενοηκοίτην

(그 둘은) 인지했기를 (바라다)

복수 νενοήκοιμεν

(우리는) 인지했기를 (바라다)

νενοήκοιτε

(너희는) 인지했기를 (바라다)

νενοήκοιεν

(그들은) 인지했기를 (바라다)

명령법단수 νενόηκε

(너는) 인지했어라

νενοηκέτω

(그는) 인지했어라

쌍수 νενοήκετον

(너희 둘은) 인지했어라

νενοηκέτων

(그 둘은) 인지했어라

복수 νενοήκετε

(너희는) 인지했어라

νενοηκόντων

(그들은) 인지했어라

부정사 νενοηκέναι

인지했는 것

분사 남성여성중성
νενοηκως

νενοηκοντος

νενοηκυῑα

νενοηκυῑᾱς

νενοηκον

νενοηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 νενόημαι

(나는) 인지되었다

νενόησαι

(너는) 인지되었다

νενόηται

(그는) 인지되었다

쌍수 νενόησθον

(너희 둘은) 인지되었다

νενόησθον

(그 둘은) 인지되었다

복수 νενοήμεθα

(우리는) 인지되었다

νενόησθε

(너희는) 인지되었다

νενόηνται

(그들은) 인지되었다

명령법단수 νενόησο

(너는) 인지되었어라

νενοήσθω

(그는) 인지되었어라

쌍수 νενόησθον

(너희 둘은) 인지되었어라

νενοήσθων

(그 둘은) 인지되었어라

복수 νενόησθε

(너희는) 인지되었어라

νενοήσθων

(그들은) 인지되었어라

부정사 νενόησθαι

인지되었는 것

분사 남성여성중성
νενοημενος

νενοημενου

νενοημενη

νενοημενης

νενοημενον

νενοημενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐν τῇ Πολιτείᾳ, τοῦ παντὸσ ὥσπερ μιᾶσ γραμμῆσ τετμημένησ ἄνισα τμήματα, πάλιν τέμνων ἑκάτερον τμῆμα εἰσ δύο ἀνὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τὸ τε τοῦ ὁρωμένου γένοσ καὶ τὸ τοῦ νοουμένου περὶ τὰ πάντα ποιήσασ τοῦ μὲν νοητοῦ πρῶτον ἀποφαίνει τὸ περὶ τὰ πρῶτα εἴδη, δεύτερον τὸ μαθηματικὸν τοῦ δ’ αἰσθητοῦ πρῶτον μὲν τὰ στερέμνια σώματα, δεύτερον δὲ τὰσ εἰκόνασ καὶ τὰ εἴδωλα τούτων καὶ κριτήριον ἑκάστῳ τῶν τεττάρων ἀποδίδωσιν ἴδιον, νοῦν μὲν τῷ πρώτῳ διάνοιαν δὲ τῷ μαθηματικῷ, τοῖσ δ’ αἰσθητοῖσ πίστιν, εἰκασίαν δὲ τοῖσ περὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὰσ εἰκόνασ. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 3, section 11)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 3, section 11)

  • οὐχ ἑτέρου οὖν ὄντοσ τοῦ νοουμένου καὶ τοῦ νοῦ, ὅσα μὴ ὕλην ἔχει, τὸ αὐτὸ ἔσται, καὶ ἡ νόησισ τῷ νοουμένῳ μία. (Aristotle, Metaphysics, Book 12 124:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 12 124:1)

  • μυούρου δ’ ὄντοσ τοῦ τμήματοσ τούτου τῆσ γῆσ ἐπὶ τὰ πρὸσ ἑώ μέρη, γίνοιτ’ ἂν τὸ σχῆμα προσόμοιον μαγειρικῇ κοπίδι, τοῦ μὲν ὄρουσ ἐπ’ εὐθείασ ὄντοσ καὶ νοουμένου κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆσ κοπίδοσ, τῆσ δ’ ἀπὸ τοῦ στόματοσ τοῦ Ὑρκανίου παραλίασ ἐπὶ Τάμαρον κατὰ θάτερον πλευρὸν εἰσ περιφερῆ καὶ μύουρον γραμμὴν ἀπολῆγον. (Strabo, Geography, Book 11, chapter 11 10:9)

    (스트라본, 지리학, Book 11, chapter 11 10:9)

유의어

  1. 인지하다

  2. 생각하다

  3. 고안하다

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION